Anonymous

ἀφίημι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφίημι''': ἀνώμαλον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατατ.· ἐνεστ., β΄ ἑνικ. ἀφίης Πλάτ., κλ., γ΄ ἀφίει Ἰων. ἀπίει Ἡρόδ. 2. 96, α΄ πληθ. ἀφίεμεν Ἀριστοφ. Νεφ. 1426, ἀφιᾶσι Ἀνδ. 3. 18· προστακτ. ἀφίει ὁ αὐτ. Σφ. 428: ― παρατατ. ἀφίην, καὶ [[μετὰ]] διπλ. αὐξήσ. ἠφίην Πλάτ. Εὐθύδ. 293Α· γ΄ ἑνικ. ἀφίει, Ἰων. ἀπίει Ἡρόδ. 4. 157, [[ἠφίει]] Θουκ. 2. 49, Πλάτ. Λάχ. 222Β, Δημ. 70. 27, ἤφιε Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ια΄, 16· β΄ πληθ. ἠφίετε (δι. γρ. ἀφ-) Δημ. 683. 20· γ΄ πληθ. ἀφίεσαν Εὐρ., Θουκ., κλ., ἠφίεσαν Ξεν. Ἑλλ. 4. 6. 11, Δημ. 540. 11, πρβλ. [[ἀνίημι]]: ― μέλλ. ἀφήσω Ἰλ., κτλ., Ἰων. ἀπήσω Ἡρόδ.: ― πρκμ. ἀφεῖκα Ξεν. Ἀν. 2. 3, 13, Δημ.: ― ἀόρ. α΄ ἀφῆκα, Ἰων. ἀπῆκα, Ἐπ. ἀφέηκα, καθ’ ὁριστ. μόνον, Ὅμ., κλ.: ― ἀόρ. β΄ ἀφῆν, ὁριστ. μόνον ἐν τῷ δυϊκ. καὶ πληθ. ἀφέτην, ἀφεῖμεν, ἀφεῖτε, ἀφεῖσαν ἢ ἄφετε, ἄφεσαν· προστ. ἄφες, ὑποτακτ. ἀφῶ, εὐκτ. ἀφείην (β΄ πληθ. ἀφεῖτε ἀντὶ -είητε Θουκ. 1. 139), ἀπαρέμφ. ἀφεῖναι, μετοχ. ἀφείς: ― Μέσ., Ὀδ. Ψ. 240, Ἀττ.· παρατ. ἀφιέμην, γ΄ ἑνικ. ἠφίετο Δημ. 25. 47· μέλλ. ἀφήσομαι Εὐρ.: ἀόρ. β΄ ἀφείμην Ξεν. Ἱέρ. 7, 11· προστακτ. ἀφοῦ ἄφεσθε Σοφ., Ἀριστοφ.: ἀπαρέμφ. -έσθαι Ἰσοκρ., μετοχ. -έμενος Ἀριστοφ.: ― Παθ., πρκμ. ἀφεῖμαι Σοφ. Ἀντ. 1165, Πλάτ. (πρβλ. [[ἀφέωνται]]): ― ἀόρ. ἀφείθην Εὐρ., ἀφέθην Βατραχομ. 87. Ἰων. ἀπείθην Ἡρόδ.: μέλλ. ἀφεθήσομαι Πλάτ., κλ. [ῐ τὸ πλεῖστον παρ’ Ἐπ. (ἐκτὸς τῶν χρόνων τῶν δεχομένων αὔξησιν): ῑ ἀείποτε παρ’ Ἀττ. Ὁ Ὅμ. [[ὡσαύτως]] ἔχει ἀφῖετε [[χάριν]] τοῦ μέτρου, Ὀδ. Χ. 251, πρβλ. Η. 126]. Ρίπτω, βάλλω, [[πέμπω]], Λατ. emittere, ἐπὶ παντὸς πράγματος ῥιπτομένου μεθ’ ὁρμῆς, [[ἔγχος]], δίσκον ἀφῆκεν Ἰλ. Κ. 372, Ψ. 432· ἀφῆκ’ ἀργῆτα κεραυνὸν Θ. 133· [[οὕτως]], ἀπῆκε [[βέλος]] Ἡρόδ. 9. 18, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]], κατὰ διαφόρους ἐννοίας, ἀφ. ἑαυτὸν ἐπὶ ἢ εἴς τι, ῥίπτομαι ἢ παραδίδομαι εἴς τι, Πλάτ. Πολ. 373D, κτλ.· ἀφ. γλῶσσαν, ἀφίνω λυτὴν τὴν γλῶσσάν μου, [[προφέρω]], ἀφίνω τὴν γλῶσσάν μου νὰ λέγῃ, Ἡρόδ. 2. 15, Εὐρ. Ἱππ. 991· [[ὡσαύτως]], ἀφ. φθογγὴν [[αὐτόθι]] 418· [[ἔπος]] Σοφ. Ο. Κ. 731· φωνὰς Δημ. 301. 11· γόους Εὐρ. Ἠλ. 59 (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2)· ἀρὰς ἀφῆκας παιδὶ ὁ αὐτ. Ἱππ. 1324· ἀφ. θυμόν, ὀργὴν (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2), Σοφ. Ἀντ. 1088, Δημ. 611. 3· ἀφ. δάκρυα Αἰσχίν. 75. 23· ἀφ. παντοδαπὰ χρώματα, [[ἀλλάσσω]] εἰς διάφορα χρώματα, Πλάτ. Λυσ. 222Β· [[συχν]]. ἐπὶ ὑγρῶν, ἀφ. τὸ ὑγρόν, τὸν θολόν, [[σπέρμα]], κτλ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 13., 4. 1, 11, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]], ἀφ. ᾠόν, [[κύημα]] [[αὐτόθι]] 6. 14, 12, κ. ἀλλ.· ἐπὶ [[ἀράχνης]], ἀφ. [[ἀράχνιον]] [[αὐτόθι]] 5. 27, 2: ― Παθ., ἀποστέλλομαι, Ἰλ. Δ. 77· ἐπὶ στρατευμάτων, ἀφίνομαι, πέμπομαι, [[ἐναντίον]] τοῦ ἐχθροῦ, Ἡρόδ. 6. 112. 2) ἀφίνω τι νὰ πέσῃ ἐκ τῆς χειρός μου, Ἰλ. Μ. 221· ἀντίθετ. τῷ [[κατέχω]], Πλούτ. 2. 508D· πόντιον ἀφ. τινὰ Εὐρ. Ἑκ. 797. 3) ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἀφίνω πτηνὸν νὰ πετάξῃ, περιστερὰς ἀφῆκε… πετόμεναι δ’ αὖται κύκλῳ Ἄλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1. 3. 4) [[παραδίδω]] ἢ παραχωρῶ, τινί τι Ἡρόδ. 9. 106, Αἰσχύλ. Θήβ. 306, κτλ., πρβλ. Θουκ. 2. 13: ― Παθ., ἡ Ἀττικὴ ἀπεῖτο ἤδη Ἡρόδ. 8. 49. ΙΙ. [[ἀποπέμπω]], Λατ. dimittere, 1) ἐπὶ προσώπ., κακῶς ἀφίει Ἰλ. Α. 25· αὐτὸν δὲ κλαίοντα θοὰς ἐπὶ νῆας ἀφήσω Β. 263. β) ἀφίνω, [[ἀπολύω]], ἐλευθερῶ, ζωόν τινα ἀφ. Ἰλ. Υ. 464· ἀφ. τινὰ αὐτόνομον Θουκ. 1. 139· ἀφ. ἐλεύθερον, ἀζήμιον Πλάτ. Πολ. 591Α, κτλ.· ἀφέντ’ ἐᾶν τινα Σοφ. Αἴ. 754, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 466· ἐς οἴκους, ἐκ γῆς Σοφ. Ο. Τ. 320, Εὐρ. Ι. Τ. 739: ― μετ’ αἰτιατ. προσ. καὶ γεν. πράγματος, ἀπελευθερῶ τινα ἀπό τινος, ἀπαλλάττω ἀπό τινος, Ἡρόδ. 4. 157· ἐπὶ δικανικῆς ἐννοίας, ἀπαλλάττω ἀπὸ ὑποχρεώσεως, κατηγορίας, κτλ.· ἀφ. τινὰ φόνου, συναλλαγμάτων, ἐγκλημάτων, λειτουργιῶν, κτλ., Δημ. 983. 22., 896. 11, κτλ.· κινδύνου ἀφιέμενοι Θουκ. 4. 106· μετ’ αἰτ. μόνον, ἀθῳώνω, Ἀντιφῶν 115. 10, κτλ.· ἴδε κατωτ. 2. γ. γ) [[ἀποπέμπω]], [[διαλύω]], ἐπὶ στρατοῦ, Ἡρόδ. 1. 77, κτλ.· ἐν τῷ παθ., ὁ αὐτ. 7. 122: ― [[διαλύω]] τὴν βουλὴν καὶ τὰ δικαστήρια ἐν Ἀθήναις, ἐνῷ τὸ λύειν ἦτο ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς ἐκκλησίας, Ἐλμσλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 173, πρβλ. Σφ. 595, Ἐκκλ. 377. δ) [[ἀπολύω]], ἀφίνω, [[χωρίζω]], γυναῖκα Ἡρόδ. 5. 39· ἀφ. γάμους, [[διαλύω]] γάμον, Εὐρ. Ἀνδρ. 973· [[ὡσαύτως]], ἀφ. τὸν [[υἱόν]], ἀποκληρῶ, ἀποκηρύττω αὐτόν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 14, 4. ε) ἀφίνω τι ἐλεύθερον ὡς ἄφετον, καθιερῶ, Ξεν. Κυν. 5, 14· ἱερὸν.. ἄβατον ἀφεῖτο Πλάτ. Κριτί. 116C. 2) ἐπὶ πραγμ. [[ἀποβάλλω]] τι, ἀπαλλάσσομαί τινος, ἀφέτην πολυκαγκέα δίψαν Ἰλ. Λ. 642· ἐπὶ φυτῶν, [[ἄνθος]] ἀφιεῖσαι, «ἀπὸ ἄνθους εἰς ὄμφακας μεταβάλλουσαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Η. 126· ἀφίει [[μένος]] [ἔγχεος], ἐχαλάρωσε τὴν δύναμιν [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Ν. 444 ([[ἔνθα]] ἴδε Heyne)· ἀφ. ὀργήν, ἀφίνω τὸν θυμὸν (ἴδε ἀνωτ. Ι. 1), Αἰσχύλ. Πρ. 315· γόους (ἴδε ἀνωτ. Ι. 1) Εὐρ. Ὀρ. 1022· [[νόσημα]] Ἱππ. Προρ. 112· ἀφ. [[πνεῦμα]], [[παραδίδω]] τὸ πνεῦμά μου, Εὐρ. Ἐκ. 571, Ὀρ. 1171: ― οὕτω παρὰ πεζολόγοις, ἀφίνω, παραιτοῦμαι, μόχθον Ἡρόδ. 1. 206· ξυμμαχίαν σπονδὰς Θουκ. 5. 78, 115, κτλ., [[οὕτως]] ἐν μέσῳ τύπῳ, ἀφ. τὸ προλέγειν Διόδ. 19. 1. β) ἀπίει ἐς Λιβύην τὰ πλοῖα, ἀπέλυσε τὰ πλοῖα διὰ τὴν Λιβύην, Ἡρόδ. 5. 42. γ) ἐπὶ δικανικῆς σημασίας (ἴδε ἀνωτ. Ι. β), [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ αἰτ. πράγμ., ἀφ. τινὶ αἰτίαν, ἀθῳώνω τινὰ ἀπὸ κατηγορίας, Ἡρόδ. 6. 30· τὰς ἁμαρτάδας 8. 140, 2· τὰς δίκας.. ἠφίεσαν τοῖς ἐπιτρόποις Δημ. 540. 11· ἀφ. τινὶ χιλίας δραχμὰς ὁ αὐτ. 1354. 26· ἀφ. [[πληγάς]] τινι, [[ἀπαλλάσσω]] αὐτὸν τῶν πληγῶν, δηλ. τοῦ ξύλου, Ἀριστοφ. Νεφ. 1426· ἀφ. ὅρκον παρὰ Ἀνδοκ. 13. 19. ΙΙΙ. [[παρέρχομαι]], δὲν δίδω προσοχήν, Λατ. omittere, praetermittere, Ἡρόδ. 3. 95, κτλ.· παραμελῶ, τὰ θεῖα Σοφ. Ο. Κ. 1537· τὸν καιρὸν Δημ. 11. 8· λέκτρων εὐνὰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 544· ἀκολουθοῦντος κατηγορουμένου, ἀφύλακτον ἀφ. τὴν ἑωυτῶν Ἡρόδ. 8. 70· ἄτιμον, ἔρημον ἀφ. τινὰ Σοφ. Ο. Κ. 1297, Ἀντ. 887· ἀφ. τι ἀόριστον Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 10: ― Παθ., ἰδίως ἐν τῇ προστακτ. τοῦ πρκμ., ἀφείσθω ἐπὶ τοῦ παρόντος, missum fiat, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 6, πρβλ. Πολιτικ. 3. 15, 2., 4. 2, 4· ἴδε κατωτ. V. 2. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀφ. τι δημόσιον [[εἶναι]], παραχωρεῖν τι [[ὥστε]] νὰ [[εἶναι]] δημοσία [[περιουσία]], Θουκ. 2. 13· [[ἀλλά]], ἀφ. τὸ [[πλοῖον]] φέρεσθαι, καταλείπει τὸ [[πλοῖον]] νὰ παρασυρθῇ, Ἡρόδ. 1. 194. IV. μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρεμφ., ἀφίνω, ἀνέχομαι, [[ἐπιτρέπω]] εἴς τινα νὰ πράξῃ τι, Λατ. permittere, ἀφ. τινὰ ἀποπλέειν Ἡρόδ. 3. 25, πρβλ. 6. 62, κ. ἀλλ., Πλούτ., κλ.: ― Παθ., ἀφείθη σχολάζειν Ἀριστ. Μεταφ. 1. 1, 16. V. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβατον (ἐξυπακουομ. στρατόν, [[ναῦς]], κτλ.), [[ἐκπλέω]], [[ἐνθεῦτεν]] γὰρ ἔμελλον… ἐς τὸ [[πέλαγος]] ἀπήσειν Ἡρόδ. 7. 193· ὁρμήσαντες ἀπὸ τοῦ Ταινάρου… ἐς τὸ [[πέλαγος]] ἀφῆκαν Θουκ. 7. 19· πρβλ. σημ. ΙΙ. 2. β. 2) μετ’ ἀπαρ., παύομαι ποιῶν τι, ἀφεὶς σκοπεῖν τὸ δίκαιον Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 14· ἀφ. ζητεῖν Ἀριστ. Μεταφ. 1. 6, 4· ἀφ. [[περί]] τινος [[αὐτόθι]] 1. 4, 12. Β. Ἐν μέσ. τύπ., ἀφίνω τι ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[συχν]]. παρὰ πεζολόγοις, κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ ἐνεργ. 2) ἀφίνω, δειρῆς δ’ [[οὔπω]].. ἀφίετο πήχεε λευκώ, δὲν ἄφινε τοὺς βραχίονάς της ἀπὸ τοῦ τραχήλου του, Ὀδ. Ψ. 240. 3) [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. [[μετὰ]] γεν. μόνον, τέκνων ἀφοῦ, ἄφες τὰ τέκνα, Σοφ. Ο. Τ. 1521· οὕτω, τοῦ κοινοῦ τῆς σωτηρίας ἀφ. Θουκ. 2. 60· λόγων Πλάτ. Γοργ. 458C, Αἰσχίν. 25, 22· μὴ ἀφίεσο τοῦ Θεαιτήτου, ἀλλ’ ἐρώτα Πλάτ. Θεαίτ. 146Β, κτλ.· ἀφεῖσθαι τοῦ δικαίου τούτου Δημ. 966. 6· ἀφέμενος τῆς ἰαμβικῆς ἰδέας Ἀριστ. Ποιητ. 5. 6. Πρβλ. [[μεθίημι]] ΙΙΙ.
|lstext='''ἀφίημι''': ἀνώμαλον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατατ.· ἐνεστ., β΄ ἑνικ. ἀφίης Πλάτ., κλ., γ΄ ἀφίει Ἰων. ἀπίει Ἡρόδ. 2. 96, α΄ πληθ. ἀφίεμεν Ἀριστοφ. Νεφ. 1426, ἀφιᾶσι Ἀνδ. 3. 18· προστακτ. ἀφίει ὁ αὐτ. Σφ. 428: ― παρατατ. ἀφίην, καὶ [[μετὰ]] διπλ. αὐξήσ. ἠφίην Πλάτ. Εὐθύδ. 293Α· γ΄ ἑνικ. ἀφίει, Ἰων. ἀπίει Ἡρόδ. 4. 157, [[ἠφίει]] Θουκ. 2. 49, Πλάτ. Λάχ. 222Β, Δημ. 70. 27, ἤφιε Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ια΄, 16· β΄ πληθ. ἠφίετε (δι. γρ. ἀφ-) Δημ. 683. 20· γ΄ πληθ. ἀφίεσαν Εὐρ., Θουκ., κλ., ἠφίεσαν Ξεν. Ἑλλ. 4. 6. 11, Δημ. 540. 11, πρβλ. [[ἀνίημι]]: ― μέλλ. ἀφήσω Ἰλ., κτλ., Ἰων. ἀπήσω Ἡρόδ.: ― πρκμ. ἀφεῖκα Ξεν. Ἀν. 2. 3, 13, Δημ.: ― ἀόρ. α΄ ἀφῆκα, Ἰων. ἀπῆκα, Ἐπ. ἀφέηκα, καθ’ ὁριστ. μόνον, Ὅμ., κλ.: ― ἀόρ. β΄ ἀφῆν, ὁριστ. μόνον ἐν τῷ δυϊκ. καὶ πληθ. ἀφέτην, ἀφεῖμεν, ἀφεῖτε, ἀφεῖσαν ἢ ἄφετε, ἄφεσαν· προστ. ἄφες, ὑποτακτ. ἀφῶ, εὐκτ. ἀφείην (β΄ πληθ. ἀφεῖτε ἀντὶ -είητε Θουκ. 1. 139), ἀπαρέμφ. ἀφεῖναι, μετοχ. ἀφείς: ― Μέσ., Ὀδ. Ψ. 240, Ἀττ.· παρατ. ἀφιέμην, γ΄ ἑνικ. ἠφίετο Δημ. 25. 47· μέλλ. ἀφήσομαι Εὐρ.: ἀόρ. β΄ ἀφείμην Ξεν. Ἱέρ. 7, 11· προστακτ. ἀφοῦ ἄφεσθε Σοφ., Ἀριστοφ.: ἀπαρέμφ. -έσθαι Ἰσοκρ., μετοχ. -έμενος Ἀριστοφ.: ― Παθ., πρκμ. ἀφεῖμαι Σοφ. Ἀντ. 1165, Πλάτ. (πρβλ. [[ἀφέωνται]]): ― ἀόρ. ἀφείθην Εὐρ., ἀφέθην Βατραχομ. 87. Ἰων. ἀπείθην Ἡρόδ.: μέλλ. ἀφεθήσομαι Πλάτ., κλ. [ῐ τὸ πλεῖστον παρ’ Ἐπ. (ἐκτὸς τῶν χρόνων τῶν δεχομένων αὔξησιν): ῑ ἀείποτε παρ’ Ἀττ. Ὁ Ὅμ. [[ὡσαύτως]] ἔχει ἀφῖετε [[χάριν]] τοῦ μέτρου, Ὀδ. Χ. 251, πρβλ. Η. 126]. Ρίπτω, βάλλω, [[πέμπω]], Λατ. emittere, ἐπὶ παντὸς πράγματος ῥιπτομένου μεθ’ ὁρμῆς, [[ἔγχος]], δίσκον ἀφῆκεν Ἰλ. Κ. 372, Ψ. 432· ἀφῆκ’ ἀργῆτα κεραυνὸν Θ. 133· [[οὕτως]], ἀπῆκε [[βέλος]] Ἡρόδ. 9. 18, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]], κατὰ διαφόρους ἐννοίας, ἀφ. ἑαυτὸν ἐπὶ ἢ εἴς τι, ῥίπτομαι ἢ παραδίδομαι εἴς τι, Πλάτ. Πολ. 373D, κτλ.· ἀφ. γλῶσσαν, ἀφίνω λυτὴν τὴν γλῶσσάν μου, [[προφέρω]], ἀφίνω τὴν γλῶσσάν μου νὰ λέγῃ, Ἡρόδ. 2. 15, Εὐρ. Ἱππ. 991· [[ὡσαύτως]], ἀφ. φθογγὴν [[αὐτόθι]] 418· [[ἔπος]] Σοφ. Ο. Κ. 731· φωνὰς Δημ. 301. 11· γόους Εὐρ. Ἠλ. 59 (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2)· ἀρὰς ἀφῆκας παιδὶ ὁ αὐτ. Ἱππ. 1324· ἀφ. θυμόν, ὀργὴν (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2), Σοφ. Ἀντ. 1088, Δημ. 611. 3· ἀφ. δάκρυα Αἰσχίν. 75. 23· ἀφ. παντοδαπὰ χρώματα, [[ἀλλάσσω]] εἰς διάφορα χρώματα, Πλάτ. Λυσ. 222Β· [[συχν]]. ἐπὶ ὑγρῶν, ἀφ. τὸ ὑγρόν, τὸν θολόν, [[σπέρμα]], κτλ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 13., 4. 1, 11, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]], ἀφ. ᾠόν, [[κύημα]] [[αὐτόθι]] 6. 14, 12, κ. ἀλλ.· ἐπὶ [[ἀράχνης]], ἀφ. [[ἀράχνιον]] [[αὐτόθι]] 5. 27, 2: ― Παθ., ἀποστέλλομαι, Ἰλ. Δ. 77· ἐπὶ στρατευμάτων, ἀφίνομαι, πέμπομαι, [[ἐναντίον]] τοῦ ἐχθροῦ, Ἡρόδ. 6. 112. 2) ἀφίνω τι νὰ πέσῃ ἐκ τῆς χειρός μου, Ἰλ. Μ. 221· ἀντίθετ. τῷ [[κατέχω]], Πλούτ. 2. 508D· πόντιον ἀφ. τινὰ Εὐρ. Ἑκ. 797. 3) ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἀφίνω πτηνὸν νὰ πετάξῃ, περιστερὰς ἀφῆκε… πετόμεναι δ’ αὖται κύκλῳ Ἄλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1. 3. 4) [[παραδίδω]] ἢ παραχωρῶ, τινί τι Ἡρόδ. 9. 106, Αἰσχύλ. Θήβ. 306, κτλ., πρβλ. Θουκ. 2. 13: ― Παθ., ἡ Ἀττικὴ ἀπεῖτο ἤδη Ἡρόδ. 8. 49. ΙΙ. [[ἀποπέμπω]], Λατ. dimittere, 1) ἐπὶ προσώπ., κακῶς ἀφίει Ἰλ. Α. 25· αὐτὸν δὲ κλαίοντα θοὰς ἐπὶ νῆας ἀφήσω Β. 263. β) ἀφίνω, [[ἀπολύω]], ἐλευθερῶ, ζωόν τινα ἀφ. Ἰλ. Υ. 464· ἀφ. τινὰ αὐτόνομον Θουκ. 1. 139· ἀφ. ἐλεύθερον, ἀζήμιον Πλάτ. Πολ. 591Α, κτλ.· ἀφέντ’ ἐᾶν τινα Σοφ. Αἴ. 754, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 466· ἐς οἴκους, ἐκ γῆς Σοφ. Ο. Τ. 320, Εὐρ. Ι. Τ. 739: ― μετ’ αἰτιατ. προσ. καὶ γεν. πράγματος, ἀπελευθερῶ τινα ἀπό τινος, ἀπαλλάττω ἀπό τινος, Ἡρόδ. 4. 157· ἐπὶ δικανικῆς ἐννοίας, ἀπαλλάττω ἀπὸ ὑποχρεώσεως, κατηγορίας, κτλ.· ἀφ. τινὰ φόνου, συναλλαγμάτων, ἐγκλημάτων, λειτουργιῶν, κτλ., Δημ. 983. 22., 896. 11, κτλ.· κινδύνου ἀφιέμενοι Θουκ. 4. 106· μετ’ αἰτ. μόνον, ἀθῳώνω, Ἀντιφῶν 115. 10, κτλ.· ἴδε κατωτ. 2. γ. γ) [[ἀποπέμπω]], [[διαλύω]], ἐπὶ στρατοῦ, Ἡρόδ. 1. 77, κτλ.· ἐν τῷ παθ., ὁ αὐτ. 7. 122: ― [[διαλύω]] τὴν βουλὴν καὶ τὰ δικαστήρια ἐν Ἀθήναις, ἐνῷ τὸ λύειν ἦτο ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς ἐκκλησίας, Ἐλμσλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 173, πρβλ. Σφ. 595, Ἐκκλ. 377. δ) [[ἀπολύω]], ἀφίνω, [[χωρίζω]], γυναῖκα Ἡρόδ. 5. 39· ἀφ. γάμους, [[διαλύω]] γάμον, Εὐρ. Ἀνδρ. 973· [[ὡσαύτως]], ἀφ. τὸν [[υἱόν]], ἀποκληρῶ, ἀποκηρύττω αὐτόν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 14, 4. ε) ἀφίνω τι ἐλεύθερον ὡς ἄφετον, καθιερῶ, Ξεν. Κυν. 5, 14· ἱερὸν.. ἄβατον ἀφεῖτο Πλάτ. Κριτί. 116C. 2) ἐπὶ πραγμ. [[ἀποβάλλω]] τι, ἀπαλλάσσομαί τινος, ἀφέτην πολυκαγκέα δίψαν Ἰλ. Λ. 642· ἐπὶ φυτῶν, [[ἄνθος]] ἀφιεῖσαι, «ἀπὸ ἄνθους εἰς ὄμφακας μεταβάλλουσαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Η. 126· ἀφίει [[μένος]] [ἔγχεος], ἐχαλάρωσε τὴν δύναμιν [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Ν. 444 ([[ἔνθα]] ἴδε Heyne)· ἀφ. ὀργήν, ἀφίνω τὸν θυμὸν (ἴδε ἀνωτ. Ι. 1), Αἰσχύλ. Πρ. 315· γόους (ἴδε ἀνωτ. Ι. 1) Εὐρ. Ὀρ. 1022· [[νόσημα]] Ἱππ. Προρ. 112· ἀφ. [[πνεῦμα]], [[παραδίδω]] τὸ πνεῦμά μου, Εὐρ. Ἐκ. 571, Ὀρ. 1171: ― οὕτω παρὰ πεζολόγοις, ἀφίνω, παραιτοῦμαι, μόχθον Ἡρόδ. 1. 206· ξυμμαχίαν σπονδὰς Θουκ. 5. 78, 115, κτλ., [[οὕτως]] ἐν μέσῳ τύπῳ, ἀφ. τὸ προλέγειν Διόδ. 19. 1. β) ἀπίει ἐς Λιβύην τὰ πλοῖα, ἀπέλυσε τὰ πλοῖα διὰ τὴν Λιβύην, Ἡρόδ. 5. 42. γ) ἐπὶ δικανικῆς σημασίας (ἴδε ἀνωτ. Ι. β), [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ αἰτ. πράγμ., ἀφ. τινὶ αἰτίαν, ἀθῳώνω τινὰ ἀπὸ κατηγορίας, Ἡρόδ. 6. 30· τὰς ἁμαρτάδας 8. 140, 2· τὰς δίκας.. ἠφίεσαν τοῖς ἐπιτρόποις Δημ. 540. 11· ἀφ. τινὶ χιλίας δραχμὰς ὁ αὐτ. 1354. 26· ἀφ. [[πληγάς]] τινι, [[ἀπαλλάσσω]] αὐτὸν τῶν πληγῶν, δηλ. τοῦ ξύλου, Ἀριστοφ. Νεφ. 1426· ἀφ. ὅρκον παρὰ Ἀνδοκ. 13. 19. ΙΙΙ. [[παρέρχομαι]], δὲν δίδω προσοχήν, Λατ. omittere, praetermittere, Ἡρόδ. 3. 95, κτλ.· παραμελῶ, τὰ θεῖα Σοφ. Ο. Κ. 1537· τὸν καιρὸν Δημ. 11. 8· λέκτρων εὐνὰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 544· ἀκολουθοῦντος κατηγορουμένου, ἀφύλακτον ἀφ. τὴν ἑωυτῶν Ἡρόδ. 8. 70· ἄτιμον, ἔρημον ἀφ. τινὰ Σοφ. Ο. Κ. 1297, Ἀντ. 887· ἀφ. τι ἀόριστον Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 10: ― Παθ., ἰδίως ἐν τῇ προστακτ. τοῦ πρκμ., ἀφείσθω ἐπὶ τοῦ παρόντος, missum fiat, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 6, πρβλ. Πολιτικ. 3. 15, 2., 4. 2, 4· ἴδε κατωτ. V. 2. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀφ. τι δημόσιον [[εἶναι]], παραχωρεῖν τι [[ὥστε]] νὰ [[εἶναι]] δημοσία [[περιουσία]], Θουκ. 2. 13· [[ἀλλά]], ἀφ. τὸ [[πλοῖον]] φέρεσθαι, καταλείπει τὸ [[πλοῖον]] νὰ παρασυρθῇ, Ἡρόδ. 1. 194. IV. μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρεμφ., ἀφίνω, ἀνέχομαι, [[ἐπιτρέπω]] εἴς τινα νὰ πράξῃ τι, Λατ. permittere, ἀφ. τινὰ ἀποπλέειν Ἡρόδ. 3. 25, πρβλ. 6. 62, κ. ἀλλ., Πλούτ., κλ.: ― Παθ., ἀφείθη σχολάζειν Ἀριστ. Μεταφ. 1. 1, 16. V. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβατον (ἐξυπακουομ. στρατόν, [[ναῦς]], κτλ.), [[ἐκπλέω]], [[ἐνθεῦτεν]] γὰρ ἔμελλον… ἐς τὸ [[πέλαγος]] ἀπήσειν Ἡρόδ. 7. 193· ὁρμήσαντες ἀπὸ τοῦ Ταινάρου… ἐς τὸ [[πέλαγος]] ἀφῆκαν Θουκ. 7. 19· πρβλ. σημ. ΙΙ. 2. β. 2) μετ’ ἀπαρ., παύομαι ποιῶν τι, ἀφεὶς σκοπεῖν τὸ δίκαιον Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 14· ἀφ. ζητεῖν Ἀριστ. Μεταφ. 1. 6, 4· ἀφ. [[περί]] τινος [[αὐτόθι]] 1. 4, 12. Β. Ἐν μέσ. τύπ., ἀφίνω τι ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[συχν]]. παρὰ πεζολόγοις, κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ ἐνεργ. 2) ἀφίνω, δειρῆς δ’ [[οὔπω]].. ἀφίετο πήχεε λευκώ, δὲν ἄφινε τοὺς βραχίονάς της ἀπὸ τοῦ τραχήλου του, Ὀδ. Ψ. 240. 3) [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. [[μετὰ]] γεν. μόνον, τέκνων ἀφοῦ, ἄφες τὰ τέκνα, Σοφ. Ο. Τ. 1521· οὕτω, τοῦ κοινοῦ τῆς σωτηρίας ἀφ. Θουκ. 2. 60· λόγων Πλάτ. Γοργ. 458C, Αἰσχίν. 25, 22· μὴ ἀφίεσο τοῦ Θεαιτήτου, ἀλλ’ ἐρώτα Πλάτ. Θεαίτ. 146Β, κτλ.· ἀφεῖσθαι τοῦ δικαίου τούτου Δημ. 966. 6· ἀφέμενος τῆς ἰαμβικῆς ἰδέας Ἀριστ. Ποιητ. 5. 6. Πρβλ. [[μεθίημι]] ΙΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀφίην <i>ou</i> [[ἠφίην]], <i>f.</i> [[ἀφήσω]], <i>ao.</i> [[ἀφῆκα]], <i>ao.2</i> *ἀφῆν, <i>seul. au plur.</i> ἀφεῖμεν, -εῖτε <i>ou</i> -έτε, -εῖσαν <i>ou</i> -έσαν, <i>pf.</i> [[ἀφεῖκα]];<br /><i>Pass.</i> [[ἀφίεμαι]], <i>impf.</i> ἀφιέμην <i>ou</i> [[ἠφιέμην]], <i>f.</i> [[ἀφεθήσομαι]], <i>ao.</i> [[ἀφείθην]], <i>pf.</i> [[ἀφεῖμαι]], <i>pqp.</i> [[ἀφείμην]];<br /><b>A.</b> <i>tr.</i> laisser aller, <i>d’où</i><br /><b>I.</b> lancer, jeter :<br /><b>1</b> <i>au pr.</i> lancer (une javeline, un trait, <i>etc.</i>), <i>acc. ; en parl. d’armées, de troupes</i> lancer une expédition;<br /><b>2</b> <i>en parl. des organes</i> laisser aller, laisser échapper, projeter, émettre : [[ἔπος]] SOPH <i>ou</i> φθογγήν EUR prononcer une parole ; θυμόν SOPH donner cours à sa colère;<br /><b>II.</b> lâcher, <i>d’où</i><br /><b>1</b> rejeter, abandonner : τὰ ὅπλα PLAT jeter ses armes ; γυναῖκα HDT répudier une femme ; υἱόν ARSTT renier un fils ; ξυμμαχίαν THC, πονδάς THC renoncer à une alliance, à un traité;<br /><b>2</b> laisser aller, renvoyer, congédier : τινα IL qqn ; ζωόν τινα ἀφ. IL renvoyer qqn avec la vie sauve ; αὐτόνομον THC laisser à qqn son indépendance ; [[ἐς]] οἴκους SOPH renvoyer dans ses foyers ; <i>en parl. d’armées, de troupes</i> licencier, congédier ; tenir pour quitte : ἀφ. τινὰ ἐγκλήματος, φόνου, décharger qqn d’une accusation, l’absoudre d’un meurtre ; <i>abs.</i> acquitter, absoudre : ἀφ. τινὶ αἰτίην HDT abandonner l’accusation contre qqn;<br /><b>3</b> laisser libre, décharger de toute obligation de travail, <i>en parl. d’animaux consacrés (v.</i> [[ἄφετος]]);<br /><b>4</b> laisser aller, laisser se répandre <i>ou</i> se perdre ; [[μένος]] IL perdre sa force ; ὀργήν ESCHL laisser tomber sa colère (<i>cf. ci-dessus A. I. 2</i>);<br /><b>5</b> laisser, permettre : ἀφ. [[πλοῖον]] κατὰ τὸν ποταμὸν φέρεσθαι HDT laisser une embarcation aller au courant du fleuve ; ἀφ. [[τι]] δημόσιον [[εἶναι]] THC laisser qch devenir propriété publique ; ἀφ. τινα et l’inf. HDT, ATT laisser qqn (faire, <i>etc.</i>), permettre à qqn de (faire, <i>etc.</i>);<br /><b>6</b> laisser aller par négligence <i>ou</i> dédain ; négliger ; ἀφ. τὰ [[θεῖα]] SOPH négliger le culte des dieux ; τὸν καιρόν DÉM laisser se perdre l’occasion ; ἄτιμόν τινα ἀφ. SOPH renvoyer qqn sans égards, outrageusement ; ἔρημον ἀφ. τινά SOPH laisser qqn dans l’isolement, l’abandonner solitaire;<br /><b>B.</b> <i>intr. en apparence</i> partir, se mettre en route pour une expédition, <i>litt.</i> lancer <i>ou</i> mettre en mouvement (στρατόν, [[ναῦς]] une armée, une flotte);<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀφίεμαι]] (<i>impf.</i> ἀφιέμην <i>ou</i> [[ἠφιέμην]], <i>f.</i> ἀφήσομαι, <i>ao.2</i> [[ἀφείμην]]) laisser aller (qch de soi) : δειρῆς ἀφ. πήχεε OD détacher ses deux bras d’autour du cou (de qqn) ; <i>abs.</i> se détacher de ; <i>fig.</i> ἀφ. [[τοῦ]] κοινοῦ σωτηρίας THC abandonner le salut de l’État.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἵημι]].
}}
}}