Anonymous

καταστομίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταστομίζω''': [[ἐπιστομίζω]], [[κλείω]] τινὸς τὸ [[στόμα]] καὶ δὲν τὸν ἀφίνω νὰ ὁμιλήσῃ, τοὺς βοῶντας κατεστόμισεν Πλουτ. Ἄρατ. 4.
|lstext='''καταστομίζω''': [[ἐπιστομίζω]], [[κλείω]] τινὸς τὸ [[στόμα]] καὶ δὲν τὸν ἀφίνω νὰ ὁμιλήσῃ, τοὺς βοῶντας κατεστόμισεν Πλουτ. Ἄρατ. 4.
}}
{{bailly
|btext=fermer la bouche à, faire taire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στόμα]].
}}
}}