Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βασιλεύς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰσῐλεύς''': ὁ,γεν.-έως,Ἰων. -ῆος,αἰτ. βασιλέα,συνηρ. βασιλῆ Χρησμ. παρ' Ἡροδ. 7. 220, Εὐρ. Ἀποσπ. 781.25· ὀνομ. πληθ.βασιλεῖς ,Ἰων. -ῆες, παλ. Ἀττ. βασιλῆςΣοφ. Αἴ. 189.959· αἰτ. πληθ. βασιλεῖς ,παλ. Ἀττ. βασιλῆς [[αὐτόθι]] 390· [[ὡσαύτως]] , βασιλέας Ἀριστ. Πολ. 3.13,25. Βασιλεύς, [[ἀρχηγός]](ἴδε ἐν λ. [[ἄναξ]]) ,Ὅμ. · [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τῆς συνακολουθούσης ἐννοίας τοῦ στρατηγοῦ ἢ δικαστοῦ , Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 200· τοῦ Ὁμήρου οἱ βασιλεῖς [[εἶναι]] διοτρεφέες Ἰλ. Β. 445, κτλ. , θεῖοι Ὀδ. Δ.691, κτλ. · καὶ βραδύτερον τὸ βασιλικόν [[ἀξίωμα]] ἦτο κληρονομικόν , ἀντίθ. τῷ [[τύραννος]] (πρβλ. βασιλείᾱ) · ἀλλ' ὑπὸ ποιητῶν ἀπεδίδετο εἰς τυράννους, [[οἷον]] τὸν Ἱέρωνα , Πίνδ. Ο.1.35· εἰς τὸν Πεισίστρατον ,Εὔπολ. ἐν Δημ. 33,πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ.Ἀχ. 61.- Ὁ Ὅμηρ. συνάπτει βασιλεὺς ἀνὴρ Ἰλ.Γ.170, κτλ. · [[ἀνήρ]] β. Ἡρόδ. 1.90· [[ἄναξ]] β., ἄρχων [[βασιλεύς]] ,Αἰσχύλ.Πέρσ. 5· μ. γεν., β. νεῶν ὁ αὐτ. Ἀγ. 115· οἰωνῶν β., ἐπὶ τοῦ ἀετοῦ, [[αὐτόθι]]. Ὑπάρχει δὲ συγκριτ. βασιλεύτερος, βασιλικώτερος, Ἰλ. Ι.160,392,Ὀδ. Ο.533,Τυρταῖ. 9.7· καὶ ὑπερθ. βασιλεύτατος Ἰλ.Ι.69· (πρβλ. [[κύων]],[[κύντερος]]).-Ἐν χρήσει εἰς προσφωνήσεις πρὸς τοὺς θεοὺς κατὰ πρῶτον παρ' Ἡσ. Θ.886 καὶ Πινδ. ([[διότι]] ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ [[ἄναξ]]) 2) ἐπὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ βασιλέως ,τοῦ ἡγεμόνος ἤ παντὸς λαμβάνοντος [[μέρος]] ἐν τῇ κυβερνή-
|lstext='''βᾰσῐλεύς''': ὁ,γεν.-έως,Ἰων. -ῆος,αἰτ. βασιλέα,συνηρ. βασιλῆ Χρησμ. παρ' Ἡροδ. 7. 220, Εὐρ. Ἀποσπ. 781.25· ὀνομ. πληθ.βασιλεῖς ,Ἰων. -ῆες, παλ. Ἀττ. βασιλῆςΣοφ. Αἴ. 189.959· αἰτ. πληθ. βασιλεῖς ,παλ. Ἀττ. βασιλῆς [[αὐτόθι]] 390· [[ὡσαύτως]] , βασιλέας Ἀριστ. Πολ. 3.13,25. Βασιλεύς, [[ἀρχηγός]](ἴδε ἐν λ. [[ἄναξ]]) ,Ὅμ. · [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τῆς συνακολουθούσης ἐννοίας τοῦ στρατηγοῦ ἢ δικαστοῦ , Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 200· τοῦ Ὁμήρου οἱ βασιλεῖς [[εἶναι]] διοτρεφέες Ἰλ. Β. 445, κτλ. , θεῖοι Ὀδ. Δ.691, κτλ. · καὶ βραδύτερον τὸ βασιλικόν [[ἀξίωμα]] ἦτο κληρονομικόν , ἀντίθ. τῷ [[τύραννος]] (πρβλ. βασιλείᾱ) · ἀλλ' ὑπὸ ποιητῶν ἀπεδίδετο εἰς τυράννους, [[οἷον]] τὸν Ἱέρωνα , Πίνδ. Ο.1.35· εἰς τὸν Πεισίστρατον ,Εὔπολ. ἐν Δημ. 33,πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ.Ἀχ. 61.- Ὁ Ὅμηρ. συνάπτει βασιλεὺς ἀνὴρ Ἰλ.Γ.170, κτλ. · [[ἀνήρ]] β. Ἡρόδ. 1.90· [[ἄναξ]] β., ἄρχων [[βασιλεύς]] ,Αἰσχύλ.Πέρσ. 5· μ. γεν., β. νεῶν ὁ αὐτ. Ἀγ. 115· οἰωνῶν β., ἐπὶ τοῦ ἀετοῦ, [[αὐτόθι]]. Ὑπάρχει δὲ συγκριτ. βασιλεύτερος, βασιλικώτερος, Ἰλ. Ι.160,392,Ὀδ. Ο.533,Τυρταῖ. 9.7· καὶ ὑπερθ. βασιλεύτατος Ἰλ.Ι.69· (πρβλ. [[κύων]],[[κύντερος]]).-Ἐν χρήσει εἰς προσφωνήσεις πρὸς τοὺς θεοὺς κατὰ πρῶτον παρ' Ἡσ. Θ.886 καὶ Πινδ. ([[διότι]] ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ [[ἄναξ]]) 2) ἐπὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ βασιλέως ,τοῦ ἡγεμόνος ἤ παντὸς λαμβάνοντος [[μέρος]] ἐν τῇ κυβερνή-
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>I.</b> roi, chef souverain ; <i>particul.</i> ὁ [[μέγας]] [[βασιλεύς]], ὁ [[ἄνω]] [[βασιλεύς]], ὁ [[βασιλεύς]] <i>ou simpl.</i> [[βασιλεύς]], le grand roi, le roi de Perse (<i>mais</i> [[οἱ]] μεγάλοι βασιλῆς SOPH les rois suprêmes, les rois des rois, <i>càd</i> les Atrides);<br /><b>II.</b> <i>p. ext. ou p. anal.</i><br /><b>1</b> <i>dans Hom.</i> [[οἱ]] βασιλεῖς les chefs de familles qui se partagent le pays;<br /><b>2</b> fils de roi, prince;<br /><b>3</b> maître de maison;<br /><b>4</b> <i>à Athènes, le 2ᵉ des neuf archontes ou</i> archonte-roi;<br /><b>5</b> roi d’un festin.<br />'''Étymologie:''' de la R. Βα-, marcher, et de λευ- = rad. de [[λᾶας]], pierre, à cause de l’usage de certains peuples de faire monter sur une pierre pour le montrer à la foule celui qu’on proclamait roi ; selon d’autres, de la R. Βα et de [[λαός]], celui qui fait marcher, càd qui dirige <i>ou</i> gouverne le peuple ; selon d’autres, du dor. [[βᾶς]] et de [[λαός]], le maître du peuple -- DELG "il est vain de chercher une étymologie à ce mot…" -- Babiniotis <i>myc.</i> ka-si-re-u « employé de rang inférieur » ; pê emprunt oriental.
}}
}}