3,277,172
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βλύω''': βλύζω, μ. δοτ., φόνῳ βλύουσαι Λυκ. 301· μ. αἰτ., [[ὕδωρ]]… ἔβλυε πηγὴ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 2. στίχ. 6· ἀόρ. ἔβλυσε Χρ. Πάσχ. 1087· οὕτω καὶ βλύσσω, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 7. στίχ. 38· βλυστάνω Ἰωάνν. Χρυσ., κτλ.· πρβλ. [[βλίττω]]. [ῡ μεταξὺ δύο μακρῶν συλλαβῶν παρ' Ἐπ., ἀνβλύεσκε Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 223, πρβλ. 4. 1417]. | |lstext='''βλύω''': βλύζω, μ. δοτ., φόνῳ βλύουσαι Λυκ. 301· μ. αἰτ., [[ὕδωρ]]… ἔβλυε πηγὴ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 2. στίχ. 6· ἀόρ. ἔβλυσε Χρ. Πάσχ. 1087· οὕτω καὶ βλύσσω, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 7. στίχ. 38· βλυστάνω Ἰωάνν. Χρυσ., κτλ.· πρβλ. [[βλίττω]]. [ῡ μεταξὺ δύο μακρῶν συλλαβῶν παρ' Ἐπ., ἀνβλύεσκε Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 223, πρβλ. 4. 1417]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> sortir en bouillonnant, bouillonner;<br /><b>2</b> laisser couler <i>ou</i> faire jaillir en bouillonnant.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue ; à rapprocher pê de <i>all.</i> Quelle -- DELG suppl. : à rapprocher de [[φλύω]]. | |||
}} | }} |