Anonymous

ἀφηνιάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφηνιάζω''': μέλλ. -άσω, ([[ἡνία]]) [[ἀποπτύω]], [[ἀποβάλλω]] τὰς ἡνίας, δὲν ὑποτάσσομαι, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 25: ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐπανίσταμαι Ἡρόδ. 1. 4, 12, Φίλων 1. 85· ἀφ. τινός, ἐπανίσταμαι κατά τινος, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 20· [[πρός]] τι Συνέσ. 101Α.
|lstext='''ἀφηνιάζω''': μέλλ. -άσω, ([[ἡνία]]) [[ἀποπτύω]], [[ἀποβάλλω]] τὰς ἡνίας, δὲν ὑποτάσσομαι, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 25: ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐπανίσταμαι Ἡρόδ. 1. 4, 12, Φίλων 1. 85· ἀφ. τινός, ἐπανίσταμαι κατά τινος, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 20· [[πρός]] τι Συνέσ. 101Α.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀφηνιάσω;<br /><i>litt.</i> résister aux rênes, être rétif.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἡνία]].
}}
}}