3,277,226
edits
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βᾰσῐλίς''': -ίδος, ἡ, = βασίλειᾰ, [[βασίλισσα]], [[ἡγεμονίς]], Σοφ. Ἀντ. 941, Εὐρ. Ἑκ. 552· συναπτόμενον τοῖς [[νύμφη]], γυνὴ Εὐρ. Μήδ. 1002, Ἱππ. 778· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, β. γυναικῶν Πλάτ. Νόμ. 694E, πρβλ. Πλουτ. Ἀλεξ. 21· πρβλ [[βασίλισσα]] 2. 2) ὡς ἐπίθ., [[βασιλικός]], [[ἑστία]], εὐναὶ Εὐρ. Ρήσ. 718, Ι. Α. 1306· ἡ β. [[πόλις]], ἐπὶ Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως, Ἰουστ. Μ. 1 Ἀπολ. 26, 56, Εύαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 9. ΙΙ. βασιλικὸν [[ἀνάκτορον]], Διοδ. Ἐκλ. σ. 623 Wessel. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ὑποδημάτων, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 85, Ἡσύχ. | |lstext='''βᾰσῐλίς''': -ίδος, ἡ, = βασίλειᾰ, [[βασίλισσα]], [[ἡγεμονίς]], Σοφ. Ἀντ. 941, Εὐρ. Ἑκ. 552· συναπτόμενον τοῖς [[νύμφη]], γυνὴ Εὐρ. Μήδ. 1002, Ἱππ. 778· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, β. γυναικῶν Πλάτ. Νόμ. 694E, πρβλ. Πλουτ. Ἀλεξ. 21· πρβλ [[βασίλισσα]] 2. 2) ὡς ἐπίθ., [[βασιλικός]], [[ἑστία]], εὐναὶ Εὐρ. Ρήσ. 718, Ι. Α. 1306· ἡ β. [[πόλις]], ἐπὶ Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως, Ἰουστ. Μ. 1 Ἀπολ. 26, 56, Εύαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 9. ΙΙ. βασιλικὸν [[ἀνάκτορον]], Διοδ. Ἐκλ. σ. 623 Wessel. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ὑποδημάτων, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 85, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος<br /><b>1</b> <i>adj. f.</i> de roi <i>ou</i> de reine, royal ; [[νύμφη]] [[βασιλίς]] EUR jeune reine, βασιλὶς [[γυνή]] EUR reine;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> (ἡ) reine, princesse.<br />'''Étymologie:''' [[βασιλεύς]]. | |||
}} | }} |