Anonymous

βλαβερός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βλᾰβερός''': -ά, -όν, [[ἐπιβλαβής]], ἐπιζήμιος, [[βλαπτικός]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 363, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 36, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 14, Πλάτ. κ. ἂλλ. ― Ἐπίρρ. -ρως [[Πολυδ]]. Ε΄, 135.
|lstext='''βλᾰβερός''': -ά, -όν, [[ἐπιβλαβής]], ἐπιζήμιος, [[βλαπτικός]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 363, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 36, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 14, Πλάτ. κ. ἂλλ. ― Ἐπίρρ. -ρως [[Πολυδ]]. Ε΄, 135.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />nuisible, funeste.<br />'''Étymologie:''' [[βλάπτω]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[ὠφέλιμος]].
}}
}}