3,258,336
edits
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βούτῡρον''': τό, ([[βοῦς]], [[τυρός]]), τὸ [[πῖον]] τοῦ γάλακτος Ἱππ. 508. 46, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 593· παρὰ Γαλην. [[ὡσαύτως]] βούτῡρος, ὁ. Ἐκ τοῦ Πλιν. 11. 96., 28. 46, φαίνεται ὅτι ἡ [[χρῆσις]] τοῦ βουτύρου ὡς στοιχείου τροφῆς παρελήφθη ἐκ τῶν βορείων λαῶν. ΙΙ. τὸ ἄρσεν. σημαίνει και εἶδός τι φυτοῦ, Ἀθήν. 395, Ἡσύχ. | |lstext='''βούτῡρον''': τό, ([[βοῦς]], [[τυρός]]), τὸ [[πῖον]] τοῦ γάλακτος Ἱππ. 508. 46, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 593· παρὰ Γαλην. [[ὡσαύτως]] βούτῡρος, ὁ. Ἐκ τοῦ Πλιν. 11. 96., 28. 46, φαίνεται ὅτι ἡ [[χρῆσις]] τοῦ βουτύρου ὡς στοιχείου τροφῆς παρελήφθη ἐκ τῶν βορείων λαῶν. ΙΙ. τὸ ἄρσεν. σημαίνει και εἶδός τι φυτοῦ, Ἀθήν. 395, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> beurre;<br /><b>2</b> sorte d’onguent.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[τυρός]]. | |||
}} | }} |