Anonymous

γαληνιάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γαληνιάω''': εἶμαι [[γαλήνιος]], Ὀππ. Κ. 1. 115, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 208, Θεμίστ. 195Α· Ἐπικ. μετοχ. γαληνιόωσα Ἀνθ. ΙΙ. 5. 35.
|lstext='''γαληνιάω''': εἶμαι [[γαλήνιος]], Ὀππ. Κ. 1. 115, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 208, Θεμίστ. 195Α· Ἐπικ. μετοχ. γαληνιόωσα Ἀνθ. ΙΙ. 5. 35.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être calme, être serein.<br />'''Étymologie:''' [[γαλήνη]].
}}
}}