Anonymous

βραδυπειθής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''βραδῠπειθής''': -ές, (πείθομαι) ὁ [[δύσκολος]] εἰς τὸ νὰ πεισθῇ ἢ πιστεύση, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 287.
|lstext='''βραδῠπειθής''': -ές, (πείθομαι) ὁ [[δύσκολος]] εἰς τὸ νὰ πεισθῇ ἢ πιστεύση, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 287.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />lent à se laisser persuader, lent à obéir.<br />'''Étymologie:''' [[βραδύς]], πείθομαι.
}}
}}