Anonymous

βράζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''βράζω''': μέλλ. –άσω [ᾰ], ὡς παρ᾽ ἡμῖν, μεταβ., Καλλ. παρὰ Μακροβ. 5. 19, Ἡλιόδ. 5. 16· πρβλ. [[βράσσω]]. ΙΙ. γρυλλίζω, ὡς ἄρκτος φωνάζω, ἐπὶ ἄρκτου, Ἰόβας παρὰ [[Πολυδ]]. Ε΄, 88.
|lstext='''βράζω''': μέλλ. –άσω [ᾰ], ὡς παρ᾽ ἡμῖν, μεταβ., Καλλ. παρὰ Μακροβ. 5. 19, Ἡλιόδ. 5. 16· πρβλ. [[βράσσω]]. ΙΙ. γρυλλίζω, ὡς ἄρκτος φωνάζω, ἐπὶ ἄρκτου, Ἰόβας παρὰ [[Πολυδ]]. Ε΄, 88.
}}
{{bailly
|btext=gronder, murmurer :<br /><b>1</b> bouillir, bouillonner, jeter de l’écume;<br /><b>2</b> gronder, grogner <i>en parl. de l’ours</i>.<br />'''Étymologie:''' v. [[βράσσω]].
}}
}}