Anonymous

γέλως: Difference between revisions

From LSJ
1,054 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γέλως''': Αἰολ. [[γέλος]] (ὡς [[ἔρος]] ἀντὶ [[ἔρως]], Γρηγ. Κ. 608), ὁ· γεν. γέλωτος, δοτ. γέλωτι, Ἐπ. γέλῳ, Ὀδ. Σ. 100· αἰτιατ. γέλωτα, ποιητ. γέλων, ἴδε κατωτέρ. (αἰτιατ. γέλω ἀναγινώσκεται ἔν τισι χωρίοις τῆς Ὀδυσσείας, ἴδε κατωτ., ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] [[μετὰ]] βεβαιότητος)·- πληθ. γελώτων Πλάτ. Νόμ. 732C. ([[γελάω]]). Ὡς παρ’ ἡμῖν, γέλῳ ἔκθανον Ὀδ. Σ. 100· γέλωτα… παρέχουσαι (διάφ. γραφ. γέλω τε) Υ. 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 319, κτλ.· ἄσβεστον γέλον ὦρσεν (διάφ. γραφ. γέλω) Ὀδ. Υ. 346· ἄσβεστος δ’ ἄρ’ ἐνῶρτο [[γέλως]]… θεοῖσι Ἰλ. Α. 599, πρβλ. Ὀδ. Θ. 326· γέλων δ’ ἑτάροισιν ἔτευχεν Σ. 350· γέλων δ’ ἔθηκε συνδείπνοις Εὐρ. Ἴωνι 1172· γέλωτα ποιεῖν, κινεῖν, παρασκευάζειν, μηχανᾶσθαι, κτλ., Ξεν. Κύρ. 2. 2, 11, Συμπ. 1, 14, κτλ.· γέλων ξυντιθέναι, γέλωτα ἄγειν Σοφ. Αἴ. 303, 382· [[ὡσαύτως]], [[γέλως]] ὄρνυται (ἴδε ἀνωτ.)· γ. ἔχειν τινὰ Ὀδ. Θ. 344· γ. γίγνεται, Ἀττ.· καταρρήγνυται Ἀθήν 511C·- κατέχειν γέλωτα Ξεν. Κύρ. 2. 2, 5, κτλ.· οὗ γέλωτα δεῖ σ’ [[ὀφλεῖν]] Εὐρ. Μηδ. 404, πρβλ. Ἀριστοφ. ἐν Mein. Κωμ. Ἀποσπ. 2. 1176·- ἐπὶ γέλωτι, [[ὅπως]] προκαλέσῃ τις γέλωτα, Ἡρόδ. 9. 82, Ἀριστοφ. Βατρ. 404· γέλωτος ἄξια, γελοῖα, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 507· ἅμα ἢ σὺν γέλωτι Πλάτ. Νόμ. 789D, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 17· [[μετὰ]] γέλωτος Ἀντιφ. Λημν. 2. 6· ἐν γέλωτι, ἐν ἀστεϊσμῷ, Πλούτ. 2. 124D· ἐπίθετα: ἄσβεστος (ἴδε ἀνωτ.)· πολὺς γ., ἠχηρός, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 18, κτλ. (ἐνῷ τὸ πλατὺς γ., [[ὅπερ]] ὁ Θωμ. Μάγ. συνιστᾷ ὡς ἀττικώτερον, εὑρίσκεται παρὰ Συνεσ. 188C, ἀλλὰ πρβλ. [[κατάγελως]])· [[μέγας]], ἰσχυρὸς γ. Πλάτ. Πολιτ. 295Ε, Πολ. 388Ε· Σαρδόνιος γ. (ἴδε ἐν λ. Σαρδόνιος)· [[Αἰάντειος]] γ., κακός, δυσμενὴς [[γέλως]], Παροιμιογρ. 2) μεταφ. ἐπὶ κυμάτων (πρβλ. [[γέλασμα]]), Ὀππ. Ἁλ. 4. 334. ΙΙ. [[αἰτία]] διὰ γέλωτα, [[ὑπόθεσις]] γέλωτος, ὕλη διὰ γέλωτα, γ. γίγνομαί τινι Σοφ. Ο. Κ. 902· ταῦτ’ οὐ γ. κλύειν ἐμοὶ Εὐρ. Ἴωνι 528· γέλωτα τίθεσθαι ἢ ἀποδεῖξαί τι Ἡρόδ. 3. 29., 7. 209, Πλάτ. Θεαιτ. 166Α· εἰς γ. τρέπειν, ἐμβάλλειν Θουκ. 6. 35, Δημ. 151. 19· ἐν γέλωτι ποιεῖσθαί τι Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 32, κτλ.· γ. ἔσθ’ ὡς χρώμεθα τοῖς πράγμασι Δημ. 47. 6· ὅσα γάρ…, [[πλείων]] ἐστὶ γ. τοῦ μηδενὸς ὁ αὐτ. 185. 18. ΙΙΙ. [[κοιλότης]] ἐν τῇ παρειᾷ κατὰ τὸν γέλωτα, πρβλ. [[γελασῖνος]].
|lstext='''γέλως''': Αἰολ. [[γέλος]] (ὡς [[ἔρος]] ἀντὶ [[ἔρως]], Γρηγ. Κ. 608), ὁ· γεν. γέλωτος, δοτ. γέλωτι, Ἐπ. γέλῳ, Ὀδ. Σ. 100· αἰτιατ. γέλωτα, ποιητ. γέλων, ἴδε κατωτέρ. (αἰτιατ. γέλω ἀναγινώσκεται ἔν τισι χωρίοις τῆς Ὀδυσσείας, ἴδε κατωτ., ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] [[μετὰ]] βεβαιότητος)·- πληθ. γελώτων Πλάτ. Νόμ. 732C. ([[γελάω]]). Ὡς παρ’ ἡμῖν, γέλῳ ἔκθανον Ὀδ. Σ. 100· γέλωτα… παρέχουσαι (διάφ. γραφ. γέλω τε) Υ. 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 319, κτλ.· ἄσβεστον γέλον ὦρσεν (διάφ. γραφ. γέλω) Ὀδ. Υ. 346· ἄσβεστος δ’ ἄρ’ ἐνῶρτο [[γέλως]]… θεοῖσι Ἰλ. Α. 599, πρβλ. Ὀδ. Θ. 326· γέλων δ’ ἑτάροισιν ἔτευχεν Σ. 350· γέλων δ’ ἔθηκε συνδείπνοις Εὐρ. Ἴωνι 1172· γέλωτα ποιεῖν, κινεῖν, παρασκευάζειν, μηχανᾶσθαι, κτλ., Ξεν. Κύρ. 2. 2, 11, Συμπ. 1, 14, κτλ.· γέλων ξυντιθέναι, γέλωτα ἄγειν Σοφ. Αἴ. 303, 382· [[ὡσαύτως]], [[γέλως]] ὄρνυται (ἴδε ἀνωτ.)· γ. ἔχειν τινὰ Ὀδ. Θ. 344· γ. γίγνεται, Ἀττ.· καταρρήγνυται Ἀθήν 511C·- κατέχειν γέλωτα Ξεν. Κύρ. 2. 2, 5, κτλ.· οὗ γέλωτα δεῖ σ’ [[ὀφλεῖν]] Εὐρ. Μηδ. 404, πρβλ. Ἀριστοφ. ἐν Mein. Κωμ. Ἀποσπ. 2. 1176·- ἐπὶ γέλωτι, [[ὅπως]] προκαλέσῃ τις γέλωτα, Ἡρόδ. 9. 82, Ἀριστοφ. Βατρ. 404· γέλωτος ἄξια, γελοῖα, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 507· ἅμα ἢ σὺν γέλωτι Πλάτ. Νόμ. 789D, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 17· [[μετὰ]] γέλωτος Ἀντιφ. Λημν. 2. 6· ἐν γέλωτι, ἐν ἀστεϊσμῷ, Πλούτ. 2. 124D· ἐπίθετα: ἄσβεστος (ἴδε ἀνωτ.)· πολὺς γ., ἠχηρός, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 18, κτλ. (ἐνῷ τὸ πλατὺς γ., [[ὅπερ]] ὁ Θωμ. Μάγ. συνιστᾷ ὡς ἀττικώτερον, εὑρίσκεται παρὰ Συνεσ. 188C, ἀλλὰ πρβλ. [[κατάγελως]])· [[μέγας]], ἰσχυρὸς γ. Πλάτ. Πολιτ. 295Ε, Πολ. 388Ε· Σαρδόνιος γ. (ἴδε ἐν λ. Σαρδόνιος)· [[Αἰάντειος]] γ., κακός, δυσμενὴς [[γέλως]], Παροιμιογρ. 2) μεταφ. ἐπὶ κυμάτων (πρβλ. [[γέλασμα]]), Ὀππ. Ἁλ. 4. 334. ΙΙ. [[αἰτία]] διὰ γέλωτα, [[ὑπόθεσις]] γέλωτος, ὕλη διὰ γέλωτα, γ. γίγνομαί τινι Σοφ. Ο. Κ. 902· ταῦτ’ οὐ γ. κλύειν ἐμοὶ Εὐρ. Ἴωνι 528· γέλωτα τίθεσθαι ἢ ἀποδεῖξαί τι Ἡρόδ. 3. 29., 7. 209, Πλάτ. Θεαιτ. 166Α· εἰς γ. τρέπειν, ἐμβάλλειν Θουκ. 6. 35, Δημ. 151. 19· ἐν γέλωτι ποιεῖσθαί τι Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 32, κτλ.· γ. ἔσθ’ ὡς χρώμεθα τοῖς πράγμασι Δημ. 47. 6· ὅσα γάρ…, [[πλείων]] ἐστὶ γ. τοῦ μηδενὸς ὁ αὐτ. 185. 18. ΙΙΙ. [[κοιλότης]] ἐν τῇ παρειᾷ κατὰ τὸν γέλωτα, πρβλ. [[γελασῖνος]].
}}
{{bailly
|btext=ωτος (ὁ) :<br /><b>1</b> le rire : [[γέλων]] <i>ou</i> γέλωτα παρέχειν, ποιεῖν, faire naître, exciter le rire ; ξυντιθέναι, ἄγειν, prolonger le rire largement <i>ou</i> longuement ; κατέχειν, contenir <i>ou</i> réprimer le rire ; ἐπὶ γέλωτι, pour provoquer le rire ; σὺν γέλωτι, μετὰ γέλωτος, en riant ; <i>p. ext.</i> joie, allégresse;<br /><b>2</b> sujet de rire, objet de risée : γέλωτα τίθεσθαί [[τι]], [[ἐν]] γέλωτι ποιεῖσθαί [[τι]] LUC faire de qch un objet de risée ; [[ἐς]] γέλωτά [[τι]] τρέπειν AR, [[ἐς]] γέλωτά [[τι]] ἐμβάλλειν DÉM tourner qch en dérision ; γέλωτα γίγνεσθαί τινι SOPH devenir un objet de risée pour qqn ; [[γέλως]] ἐσθ’ [[ὡς]] χρώμεθα τοῖς πράγμασι DÉM c’est une dérision de manier ainsi nos affaires.<br />'''Étymologie:''' R. Γαλ, Γελ ; v. [[γελάω]].
}}
}}