3,240,908
edits
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γεωργός''': -όν, (γῆ, ἔχω), ὁ τὴν γῆν ἀνακόπτων, [[βοίδιον]] Ἀριστοφ. Ἀχ.1036·― ὡς οὐσιαστικόν, [[γεωργός]], ὁ, Ἡρόδ. 4.18, Ἀριστοφ. Εἰρ. 296, Πλάτ. Φαίδρ. 276Β, κτλ.· οἱ γ., ἦσαν ἀναμφιβόλως μικρῶν ἀγρῶν κύριοι, [[ἐπειδὴ]] ἀντιτίθεται πρὸς τὸ οἱ μισθαρνοῦντες, Ἀριστ. Πολ. 4. 12, 3· ἀλλὰ τὸ ὁ γεωργὸς ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ὁ [[δεσπότης]] τοῦ χωρίου, Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 21· [[οὕτως]] ἐπὶ ἀμπελουργῶν, κηπουρῶν, κτλ., Πλάτ. Θεαίτ. 178C, Αἰλ. π. Ζ. 7. 28, Φιλόστρ. 78· γ. [[ὄχλος]], οἱ χωρικοί, Διον. Ἁλ. 10. 53. | |lstext='''γεωργός''': -όν, (γῆ, ἔχω), ὁ τὴν γῆν ἀνακόπτων, [[βοίδιον]] Ἀριστοφ. Ἀχ.1036·― ὡς οὐσιαστικόν, [[γεωργός]], ὁ, Ἡρόδ. 4.18, Ἀριστοφ. Εἰρ. 296, Πλάτ. Φαίδρ. 276Β, κτλ.· οἱ γ., ἦσαν ἀναμφιβόλως μικρῶν ἀγρῶν κύριοι, [[ἐπειδὴ]] ἀντιτίθεται πρὸς τὸ οἱ μισθαρνοῦντες, Ἀριστ. Πολ. 4. 12, 3· ἀλλὰ τὸ ὁ γεωργὸς ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ὁ [[δεσπότης]] τοῦ χωρίου, Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 21· [[οὕτως]] ἐπὶ ἀμπελουργῶν, κηπουρῶν, κτλ., Πλάτ. Θεαίτ. 178C, Αἰλ. π. Ζ. 7. 28, Φιλόστρ. 78· γ. [[ὄχλος]], οἱ χωρικοί, Διον. Ἁλ. 10. 53. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> cultivateur, laboureur;<br /><b>2</b> vigneron.<br />'''Étymologie:''' [[γῆ]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} |