3,266,805
edits
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γύναιος''': -α, -ον,= [[γυναικεῖος]], γύναια δῶρα, δῶρα παρεχόμενα εἰς γυναῖκα, Ὀδ. Λ. 531, Ο. 247. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., γύναιον, τό, «γυναικοῦλα», [[λέξις]] ἀγάπης καὶ στοργῆς ἀποτεινομένη πρὸς σύζυγον, Ἀριστοφ. Σφηξ. 610, Θεσμ. 792·― [[συχνάκις]] [[μετὰ]] περιφρονητικῆς σημασίας, [[ἀδύνατος]] [[γυνή]], Ἀνδοκ. 17. 9, Δημ. 787. 25, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 4·― ἀλλ’ οὐχὶ ἀληθὲς ὑποκοριστ., Λοβ. Παραλ. 305, πρβλ. Διόδ. 17. 24, Πλούτ. Πελοπ. 9. | |lstext='''γύναιος''': -α, -ον,= [[γυναικεῖος]], γύναια δῶρα, δῶρα παρεχόμενα εἰς γυναῖκα, Ὀδ. Λ. 531, Ο. 247. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., γύναιον, τό, «γυναικοῦλα», [[λέξις]] ἀγάπης καὶ στοργῆς ἀποτεινομένη πρὸς σύζυγον, Ἀριστοφ. Σφηξ. 610, Θεσμ. 792·― [[συχνάκις]] [[μετὰ]] περιφρονητικῆς σημασίας, [[ἀδύνατος]] [[γυνή]], Ἀνδοκ. 17. 9, Δημ. 787. 25, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 4·― ἀλλ’ οὐχὶ ἀληθὲς ὑποκοριστ., Λοβ. Παραλ. 305, πρβλ. Διόδ. 17. 24, Πλούτ. Πελοπ. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qui concerne une femme : γύναια δῶρα OD présents faits à une femme.<br />'''Étymologie:''' [[γυνή]]. | |||
}} | }} |