Anonymous

γενειάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γενειάζω''': Δωρ. –άσδω, ([[γένειον]])·- προσκτῶμαι γένεια, [[φθάνω]] εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, Διον, Ἁλ. 1. 76, Ἀνθ.· ἄρτι γενειάσδων Θεόκρ. 11. 9, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3715· πρκμ. γεγενείακα Φιλήμ. Αὐλ. 1· - πρβλ. [[γενειάω]], [[γενειάσκω]].
|lstext='''γενειάζω''': Δωρ. –άσδω, ([[γένειον]])·- προσκτῶμαι γένεια, [[φθάνω]] εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, Διον, Ἁλ. 1. 76, Ἀνθ.· ἄρτι γενειάσδων Θεόκρ. 11. 9, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3715· πρκμ. γεγενείακα Φιλήμ. Αὐλ. 1· - πρβλ. [[γενειάω]], [[γενειάσκω]].
}}
{{bailly
|btext=commencer à avoir de la barbe.<br />'''Étymologie:''' [[γενειάς]].
}}
}}