3,273,446
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γενειάζω''': Δωρ. –άσδω, ([[γένειον]])·- προσκτῶμαι γένεια, [[φθάνω]] εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, Διον, Ἁλ. 1. 76, Ἀνθ.· ἄρτι γενειάσδων Θεόκρ. 11. 9, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3715· πρκμ. γεγενείακα Φιλήμ. Αὐλ. 1· - πρβλ. [[γενειάω]], [[γενειάσκω]]. | |lstext='''γενειάζω''': Δωρ. –άσδω, ([[γένειον]])·- προσκτῶμαι γένεια, [[φθάνω]] εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, Διον, Ἁλ. 1. 76, Ἀνθ.· ἄρτι γενειάσδων Θεόκρ. 11. 9, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3715· πρκμ. γεγενείακα Φιλήμ. Αὐλ. 1· - πρβλ. [[γενειάω]], [[γενειάσκω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=commencer à avoir de la barbe.<br />'''Étymologie:''' [[γενειάς]]. | |||
}} | }} |