Anonymous

γυναικομανής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γυναικομᾰνής''': -ές, ὁ ἐμμανὴς διὰ γυναῖκας, [[φιλογύνης]] εἰς [[ἄκρον]] βαθμόν, Ἀνθ. Π. 12. 86, Λουκ. Ἀλεξ. 11.
|lstext='''γυναικομᾰνής''': -ές, ὁ ἐμμανὴς διὰ γυναῖκας, [[φιλογύνης]] εἰς [[ἄκρον]] βαθμόν, Ἀνθ. Π. 12. 86, Λουκ. Ἀλεξ. 11.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />fou des femmes.<br />'''Étymologie:''' [[γυνή]], [[μαίνομαι]].
}}
}}