Anonymous

γυναικομανής: Difference between revisions

From LSJ
big3_10
(Bailly1_1)
(big3_10)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />fou des femmes.<br />'''Étymologie:''' [[γυνή]], [[μαίνομαι]].
|btext=ής, ές :<br />fou des femmes.<br />'''Étymologie:''' [[γυνή]], [[μαίνομαι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(γῠναικομᾰνής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[loco por las mujeres]] τινὲς ... καλοῦσι ... τοὺς φιλογύνας γυναικομανεῖς Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.167, cf. Gal.5.396, εἰσὶ δέ τινες περὶ τὰς ὁμιλίας ἁψίκοροι, γυναικομανεῖς ἐν ταὐτῷ καὶ μισογύναιοι Ph.2.312, ὁ Ποδαλείριος μάχλος καὶ γ. τὴν φύσιν Luc.<i>Alex</i>.11, cf. Pall.<i>H.Laus</i>.65.2, Hsch.s.u. γυναιμανές.<br /><b class="num">2</b> [[que hace enloquecer por las mujeres]] Κύπρις ... γυναικομανῆ φλόγα βάλλει <i>AP</i> 12.86 (Mel.).
}}
}}