Anonymous

βράσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βράσσω''': Ἀττ. –ττω: ἀόρ. ἔβρᾰσα: -Παθ. ἀόρ. ἐβράσθην Ἀρετ. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5· πρκμ. βέβρασμαι· πρβλ. ἀνα-, ἀπο-, ἐκ-[[βράσσω]]. Βιαίως [[σείω]], [[ῥίπτω]] [[ἐπάνω]], «βγάζω», ἐπὶ τῆς θαλάσσης, σκολόπενδραν … ἔβρασ’ ἐπὶ … σκοπέλους Ἀνθ. Π. 6, 222· τὸν πρέσβυν ... ἔβρασε ... εἰς ἠϊόνα [[αὐτόθι]] 7. 294. –Παθ., ὀστέα … βέβρασται … [[τῇδε]] παρ’ ἠϊόνι [[αὐτόθι]] 288. 2) λικμίζω σῖτον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 267, Πλάτ. Σοφ. 226B· -βραστέον Γεωπ. 3. 7, 1. ΙΙ. ἀπολ. ὡς τὸ [[βράζω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 323, Ὀππ. Ἁλ. 2. 637. –Παθ., βράσσομαι ὑπὸ γέλωτος, σείομαι ἐκ τοῦ γέλωτος, «σκάνω ἀπὸ τὰ γέλοια», Λουκ. Εὐν. 12. (Τὸ β πιθανῶς παριστᾷ ϝ, ὡς φαίνεται ἐν τῇ Σλαυϊκῇ λέξει vrěti (fervere), Λεττ. virti (coquere), κτλ.).
|lstext='''βράσσω''': Ἀττ. –ττω: ἀόρ. ἔβρᾰσα: -Παθ. ἀόρ. ἐβράσθην Ἀρετ. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5· πρκμ. βέβρασμαι· πρβλ. ἀνα-, ἀπο-, ἐκ-[[βράσσω]]. Βιαίως [[σείω]], [[ῥίπτω]] [[ἐπάνω]], «βγάζω», ἐπὶ τῆς θαλάσσης, σκολόπενδραν … ἔβρασ’ ἐπὶ … σκοπέλους Ἀνθ. Π. 6, 222· τὸν πρέσβυν ... ἔβρασε ... εἰς ἠϊόνα [[αὐτόθι]] 7. 294. –Παθ., ὀστέα … βέβρασται … [[τῇδε]] παρ’ ἠϊόνι [[αὐτόθι]] 288. 2) λικμίζω σῖτον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 267, Πλάτ. Σοφ. 226B· -βραστέον Γεωπ. 3. 7, 1. ΙΙ. ἀπολ. ὡς τὸ [[βράζω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 323, Ὀππ. Ἁλ. 2. 637. –Παθ., βράσσομαι ὑπὸ γέλωτος, σείομαι ἐκ τοῦ γέλωτος, «σκάνω ἀπὸ τὰ γέλοια», Λουκ. Εὐν. 12. (Τὸ β πιθανῶς παριστᾷ ϝ, ὡς φαίνεται ἐν τῇ Σλαυϊκῇ λέξει vrěti (fervere), Λεττ. virti (coquere), κτλ.).
}}
{{bailly
|btext=<i>f. inus., ao.</i> ἔβρασα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐβράσθην, <i>pf.</i> βέβρασμαι;<br />vanner ; <i>p. ext.</i> secouer, agiter, remuer.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. sûre.
}}
}}