Anonymous

γελωτοποιέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γελωτοποιέω''': [[κάμνω]], προξενῶ, κινῶ γέλωτα, ἰδίως ὡς [[γελωτοποιός]], Πλάτ. Πολ. 606C, Συμπ. 3, 11.– Ρηματ. ἐπίθ. γελωτοποιητέον, Κλήμ. Ἀλ. 196.
|lstext='''γελωτοποιέω''': [[κάμνω]], προξενῶ, κινῶ γέλωτα, ἰδίως ὡς [[γελωτοποιός]], Πλάτ. Πολ. 606C, Συμπ. 3, 11.– Ρηματ. ἐπίθ. γελωτοποιητέον, Κλήμ. Ἀλ. 196.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br />provoquer le rire, faire rire.<br />'''Étymologie:''' [[γελωτοποιός]].
}}
}}