Anonymous

γράσος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γράσος''': ὁ, ἡ [[δυσωδία]] τοῦ τράγου καὶ ἐπομένως, ὡς τὸ Λατ. hircus, καὶ ἡ τοῦ ἱδρῶτος ἐν ταῖς μασχάλαις (πρβλ. [[κινάβρα]]), Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 76 (πρβλ. Δινδ. Ἀριστοφ. Ἀπόσπ. 706), Εὔπολ. Πολ. 34, Ἀριστ. Προβλ. 4. 24., 13. 9, [[Πολυδ]]. Β΄, 77· πρβλ. [[γράσων]]·― ἡ [[δυσωδία]] κακῶς παρεσκευασμένου μαλλίου, Συνέσ. 257C, Μ. Ἀντων. 9. 36.
|lstext='''γράσος''': ὁ, ἡ [[δυσωδία]] τοῦ τράγου καὶ ἐπομένως, ὡς τὸ Λατ. hircus, καὶ ἡ τοῦ ἱδρῶτος ἐν ταῖς μασχάλαις (πρβλ. [[κινάβρα]]), Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 76 (πρβλ. Δινδ. Ἀριστοφ. Ἀπόσπ. 706), Εὔπολ. Πολ. 34, Ἀριστ. Προβλ. 4. 24., 13. 9, [[Πολυδ]]. Β΄, 77· πρβλ. [[γράσων]]·― ἡ [[δυσωδία]] κακῶς παρεσκευασμένου μαλλίου, Συνέσ. 257C, Μ. Ἀντων. 9. 36.
}}
{{bailly
|btext=<i>et</i> [[γράσσος]], ου (ὁ) :<br />mauvaise odeur.<br />'''Étymologie:''' DELG un nom du bouc, de [[γράω]], comme [[τράγος]]‖[[τρώγω]].
}}
}}