γράσος
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
English (LSJ)
ὁ, prop., smell of a goat: hence, of men, A. or Ar. ap. Phot. s.v. ψό, Eup.242, Arist.Pr.879a23, Plu.2.180c, M.Ant.9.36.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 ref. a pers. olor a sudor οἱ ἀφροδισιάζοντες ... τοῦ καλουμένου γράσου ὄζουσιν Arist.Pr.879a23, cf. Hippon.196.8 (dud., ap. crít.), Eup.258, Ar.Fr.923 (dud.), Plu.2.180c, Phot.γ 201, distinto de κίναβρα: γ. ... ἡ τῶν ἀνθρώπων δυσωδία, κίναβρα δὲ ἡ τῶν αἰγῶν καὶ τράγων Phryn.PS 60.
2 ref. a la materia hedor producido por su descomposición γ. πᾶν τοῦτο καὶ λύθρον ἐν θυλάκῳ M.Ant.8.37, cf. 9.36.
• Etimología: Gener. se interpr. como un n. del macho cabrío, deriv. de γράω ‘devorar’.
French (Bailly abrégé)
et γράσσος, ου (ὁ) :
mauvaise odeur.
Étymologie: DELG un nom du bouc, de γράω, comme τράγος‖τρώγω.
German (Pape)
ὁ, oder γρᾶσος (γράσσος Plut. reg.apophth. p. 102), nach Suid. δυσοσμία τῶν τράγων, Bocksgestank, Schweißgeruch unter den Achseln, Eupol. bei Poll. 2.77; Arist. Probl. 4.24, 13.9; Schmutz und Gestank des Schafpelzes, Synes.; überhaupt Schmutz, M.Ant. 9.36. Vgl. γράσων.
Russian (Dvoretsky)
γράσος: и γρᾶσος, v.l. Plut. γράσσος ὁ козлиный запах Aesch., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
γράσος: ὁ, ἡ δυσωδία τοῦ τράγου καὶ ἐπομένως, ὡς τὸ Λατ. hircus, καὶ ἡ τοῦ ἱδρῶτος ἐν ταῖς μασχάλαις (πρβλ. κινάβρα), Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 76 (πρβλ. Δινδ. Ἀριστοφ. Ἀπόσπ. 706), Εὔπολ. Πολ. 34, Ἀριστ. Προβλ. 4. 24., 13. 9, Πολυδ. Β΄, 77· πρβλ. γράσων·― ἡ δυσωδία κακῶς παρεσκευασμένου μαλλίου, Συνέσ. 257C, Μ. Ἀντων. 9. 36.
Greek Monolingual
ο (Α γράσος)
1. δυσοσμία τράγου, τραγίλα
2. δυσοσμία από τον ιδρώτα τών μασχαλών τών ανθρώπων, ιδρωτίλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράω «καταπίνω» (πρβλ. τράγος-τρώγω) με επίθημα -σο-. Η λ. γράσος έχει και τη σημασία «τράγος» από μετωνυμία].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: smell of a goat (Ar.).
Derivatives: γράσων id. (M. Ant.; cf. γνάθων beside γνάθος, Leumann Sprache 1 (1949) 207 n. 13), γρασωνία = γράσος (Archig. Med.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably] [probably]
Etymology: γράσος would be a word for he-goat = from γράω gnaw, s. v. On σο- Chantr. Form. 433ff., Schwyzer 516, Solmsen Wortforschung 232f.
Frisk Etymology German
γράσος: {grásos}
Grammar: m.
Meaning: Bocksgeruch (Kom., Arist. usw.).
Derivative: Davon γράσων wie ein Bock riechend (M. Ant. u. a.; vgl. z. B. γνάθων von γνάθος und Leumann Sprache 1, 207 A. 13) mit γρασωνία = γράσος (Archig. Med.).
Etymology: γράσος steht metonymisch für Bock = "Nager, Näscher", von γράω, s. d. Zum σο-Suffix s., außer Chantraine Formation 433ff. und Schwyzer 516, bes. Solmsen Wortforschung 232f.
Page 1,324