Anonymous

δανειστής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾰνειστής''': -οῦ, ὁ, ὁ παρέχων χρήματα ὡς [[δάνειον]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2058. 84, Πλούτ. Σόλ. 15, Ν. Δ.
|lstext='''δᾰνειστής''': -οῦ, ὁ, ὁ παρέχων χρήματα ὡς [[δάνειον]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2058. 84, Πλούτ. Σόλ. 15, Ν. Δ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />usurier.<br />'''Étymologie:''' [[δανείζω]].
}}
}}