Anonymous

δαμάλης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾰμάλης''': -ου, ὁ, ἐνεργ. ὁ δαμάζων, καταβάλλων, καθυποτάττων, Ἔρως Ἀνακρ. 2. 1. ΙΙ. συνηθ., [[νέος]] [[βοῦς]] δῆλα δὴ [[μόσχος]], «δαμαλάκι», Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 50, 6, Ἀνθ. Π. 6. 96· πρβλ. θηλ. [[δάμαλις]].
|lstext='''δᾰμάλης''': -ου, ὁ, ἐνεργ. ὁ δαμάζων, καταβάλλων, καθυποτάττων, Ἔρως Ἀνακρ. 2. 1. ΙΙ. συνηθ., [[νέος]] [[βοῦς]] δῆλα δὴ [[μόσχος]], «δαμαλάκι», Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 50, 6, Ἀνθ. Π. 6. 96· πρβλ. θηλ. [[δάμαλις]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />jeune taureau, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δαμάλη]] et [[δάμαλις]].
}}
}}