3,277,114
edits
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δᾰμάλης''': -ου, ὁ, ἐνεργ. ὁ δαμάζων, καταβάλλων, καθυποτάττων, Ἔρως Ἀνακρ. 2. 1. ΙΙ. συνηθ., [[νέος]] [[βοῦς]] δῆλα δὴ [[μόσχος]], «δαμαλάκι», Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 50, 6, Ἀνθ. Π. 6. 96· πρβλ. θηλ. [[δάμαλις]]. | |lstext='''δᾰμάλης''': -ου, ὁ, ἐνεργ. ὁ δαμάζων, καταβάλλων, καθυποτάττων, Ἔρως Ἀνακρ. 2. 1. ΙΙ. συνηθ., [[νέος]] [[βοῦς]] δῆλα δὴ [[μόσχος]], «δαμαλάκι», Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 50, 6, Ἀνθ. Π. 6. 96· πρβλ. θηλ. [[δάμαλις]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />jeune taureau, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δαμάλη]] et [[δάμαλις]]. | |||
}} | }} |