δαμάλης
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
[μᾰ], ου, ὁ, (δαμάζω)
A subduer, Ἔρως Anacr.2.1.
II young steer, Arist.HA632a15, AP6.96 (Eryc.).
Spanish (DGE)
(δᾰμάλης) -ου, ὁ
• Prosodia: [-μᾰ-]
ternero, becerro, novillocomo epít. de Ἔρως Anacr.14.1, οἱ ... δαμάλαι ἐκτέμνονται Arist.HA 632a15, τετραέτης Dorieus SHell.396.2, κεραός AP 6.96 (Eryc.), cf. Babr.37.1, Aq.3Re.18.25.
• Etimología: Deriv. en *-l- (cuasiparticipial) de *d°m°H2-, la r. que da lugar a δάμνημι, δαμάζω, etc., o quizá comp. de *d°Hu̯3m- > δαμ- (cf. δάμαρ, δῶμα) y *al- ‘alimentar’, cf. lat. almus, etc., c. el sent. ‘criado en casa’, ‘doméstico’.
German (Pape)
[Seite 521] ὁ, 1) der Überwältiger, Bezwinger, Έρως Anacr. frg. – 2) ein junger Stier, Arist. H. A. 9, 50; Babr. 37, 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
jeune taureau, animal.
Étymologie: cf. δαμάλη et δάμαλις.
Russian (Dvoretsky)
δᾰμάλης: ου ὁ
1 укротитель, усмиритель (эпитет Эрота) Anacr.;
2 бычок Arst., Babr., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμάλης: -ου, ὁ, ἐνεργ. ὁ δαμάζων, καταβάλλων, καθυποτάττων, Ἔρως Ἀνακρ. 2. 1. ΙΙ. συνηθ., νέος βοῦς δῆλα δὴ μόσχος, «δαμαλάκι», Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 50, 6, Ἀνθ. Π. 6. 96· πρβλ. θηλ. δάμαλις.
Greek Monolingual
δαμάλης, ο (Α)
1. αυτός που δαμάζει («δαμάλης Ἔρως», Ανακρ.)
2. νεαρό βόδι, μοσχάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. (θ.) δαμα- (πρβλ. αόρ. εδάμασα) του ρ. δάμνημι + επίθημα σε -Ι-].
Greek Monotonic
δᾰμάλης: -ου, ὁ, νεαρός ευνουχισμένος ταύρος, δαμάλι, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
-ου
Grammatical information: m.
Meaning: tamer (of Eros, Anacr.), younger bull (still to be tamed) (Arist.); f. δάμαλις (A.), δαμάλη (E.) young cow
Derivatives: Dimin. δαμάλιον (pap.); δάμαλος calf? (Hdn.); - denomin. δαμαλίζω tame (Pi.). On Δάμαλις as PN Schmid Philol. 95, 118 n. 123.
Origin: IE [Indo-European] [199] *demh₂- tame
Etymology: To δάμνημι, δαμάσαι (s. v.); s. Chantr. Form. 236f. Cf. W.-Hofmann s. damma buck, doe etc.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
δαμάλης: -ου
{damálēs}
Grammar: m.
Meaning: Bezwinger, Zähmer (von Eros, Anakr.), ‘junger (noch zu zähmender) Stier’ (Arist., AP); f. δάμαλις (A. usw.), δαμάλη (E., Theok. usw.) junge Kuh,
Derivative: Deminutivum δαμάλιον (Pap.); δάμαλος Kalb? (Hdn.); — denominativ δαμαλίζω bezwingen, zähmen (Pi., E.).
Etymology: Über Δάμαλις als EN Schmid Philol. 95, 118 A. 123. Von δάμνημι, δαμάσαι (s. d.); zur Bildung Chantraine Formation 236f. Direkte Beziehung zu air. dam Ochse (aus *damos) und anderen keltischen Wörtern ist nicht glaubhaft. Vgl. noch W.-Hofmann s. damma Gemse, Rehkalb.
Page 1,345