Anonymous

δακρυόεις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δακρυόεις''': εσσα, εν, 1) ἐπὶ προσώπων, [[πλήρης]] δακρύων, ὁ πολὺ κλαίων, Ἰλ. Φ. 506, κτλ.· οὕτω [[γόος]] Ὀδ. Ω. 322· δακρυόεν γελάσαι, ὡς ἐπίρρ., μειδιῶ διὰ μέσου τῶν δακρύων, Ἰλ. Ζ. 484. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ [[πλήρης]] δακρύων, παρέχων δάκρυα, [[πόλεμος]], [[μάχη]] Ἰλ. Ε. 737.
|lstext='''δακρυόεις''': εσσα, εν, 1) ἐπὶ προσώπων, [[πλήρης]] δακρύων, ὁ πολὺ κλαίων, Ἰλ. Φ. 506, κτλ.· οὕτω [[γόος]] Ὀδ. Ω. 322· δακρυόεν γελάσαι, ὡς ἐπίρρ., μειδιῶ διὰ μέσου τῶν δακρύων, Ἰλ. Ζ. 484. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ [[πλήρης]] δακρύων, παρέχων δάκρυα, [[πόλεμος]], [[μάχη]] Ἰλ. Ε. 737.
}}
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br /><b>1</b> plein de larmes : [[γόος]] [[δακρυόεις]] OD gémissement mêlé de larmes ; δακρυόεν γελάσασα IL ayant souri sous les larmes;<br /><b>2</b> qui fait pleurer (guerre, combat, douleur, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[δάκρυον]].
}}
}}