δακρυόεις

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακρυόεις Medium diacritics: δακρυόεις Low diacritics: δακρυόεις Capitals: ΔΑΚΡΥΟΕΙΣ
Transliteration A: dakryóeis Transliteration B: dakryoeis Transliteration C: dakryoeis Beta Code: dakruo/eis

English (LSJ)

δακρυόεσσα, δακρυόεν, neut. δακρυόειν A.R.4.1291:
1 of persons, tearful, Il.21.506, etc.; γόος Od.24.323; δακρυόεν γελάσασα smiling through tears, Il.6.484.
2 of things, causing tears, πόλεμος, ἄλγεα, θάνατος, 5.737, Hes.Th.227, etc.

Spanish (DGE)

δακρυόεσσα, δακρυόεν
• Morfología: [sg. ac. neutr. δακρυόειν A.R.4.1291]
1 de pers. lloroso, lleno de lágrimas πάϊς Il.22.499, κούρη Il.16.10, cf. 18.66, 21.506, E.Ph.323, Theoc.13.54, τὸν δὲ προσέφα Μελέαγρος δ. B.5.94, cf. A.R.4.1277, Γοργώ AP 7.647 (Simon. o Simm.)
neutr. sg. adv. entre lágrimas, con lágrimas δακρυόεν γελάσασα sonriendo entre lágrimas, Il.6.484, cf. Orph.A.447, χεροῖν σφέας ἀμφιβαλόντες δακρυόειν ἀγάπαζον abrazándose demostraban su afecto entre lágrimas A.R.l.c., cf. E.IA 791
fig. ὁ δακρυόεις ... πέτρος ref. a Níobe, Call.Ap.22, cf. Nonn.D.14.273, ψυχή Nonn.D.16.303.
2 de abstr. lacrimoso, flébil γόος Od.24.323, λόγος E.Hel.336, πότμος AP 7.44, ὀαρισμός Q.S.7.316
lacrimoso, que hace llorar πόλεμος Il.5.737, Hes.Fr.25.9, Ibyc.1(a).7, IG 13.1399.4 (VI a.C.), Q.S.9.329, μάχη Il.13.765, ἄλγεα Hes.Th.227, θάνατος IG 13.1215.2, μνε͂μα IG 13.1357.1 (ambas VI a.C.), σῆμα GVI 633.1 (Renea II a.C.), Ἀίδας CEG 148.2 (Selinunte V a.C.), IG 22.12516.5 (II d.C.), πένθεα Q.S.5.473; v. tb. ζακρυόεις.

German (Pape)

[Seite 519] δακρυόεσσα, δακρυόεν, tränenreich: – a) weinend, Tränen vergießend, von Menschen: δακρυόεις πάις Iliad. 22, 499; δακρ υόεσσα κούρη Iliad. 16, 10; δακρυόεντες ἑταῐροι Odyss. 10, 415; δακρυόεσσαι Νηρηίδες Iliad. 18, 66. – Odyss. 4, 801 γόοιο δακρυόεντος; Iliad. 6. 484 δακρυόεν γελάσασα. durch Tränen lächelnd. – Auch Folgende, z. B. Eur. Phoen. 323. – b) Tränen verursachend, Weinen erregend: πόλεμον δακρυόεντα Iliad. 5, 737; μάχης δακρυοέσσης Iliad. 13, 765; ἰῶκα δακρυόεσσαν Iliad. 11, 601. – Folgende: ἄλγεα Hes. Th. 227; πεύκη Ἰλίῳ δ., die Ilios Tränen brachte, Eur. Hel. 234; κόνις, δόμος, Anth. (App. 9, 35. 260).

French (Bailly abrégé)

δακρυόεσσα, δακρυόεν;
1 plein de larmes : γόος δακρυόεις OD gémissement mêlé de larmes ; δακρυόεν γελάσασα IL ayant souri sous les larmes;
2 qui fait pleurer (guerre, combat, douleur, etc.).
Étymologie: δάκρυον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακρυόεις δακρυόεσσα, δακρυόεν [δάκρυ] vol tranen; als acc. v. h. inw. obj.: δακρυόεν γελάσασα lachend tussen haar tranen door Od. 4.801. tranen brengend:. ἐς πόλεμον... δακρυόεντα de tranen brengende oorlog in Il. 5.737.

Russian (Dvoretsky)

δακρυόεις: δακρυόεσσα, δακρυόεν
1 плачущий, проливающий слезы (πάϊς, γοος Hom.): δακρυόεν γελάσασα Hom. улыбнувшись сквозь слезы;
2 заставляющий плакать, вызывающий слезы (πόλεμος Hom.; ἄλγεα Hes.; σῆμα Anth.): ἡ δακρυόεσσα Ἰλίῳ πεύκη Eur. сосна, принесшая Илиону столько слез (о дереве, из которого был изготовлен деревянный конь).

English (Autenrieth)

δακρυόεσσα, δακρυόεν: weeping, tearful; δακρυόεν γελάσᾶσα, ‘through her tears,’ Il. 6.484; applied to πόλεμος, μάχη, Il. 5.737.

Greek Monolingual

δακρυόεις, δακρυόεσσα, δακρυόεν (Α)
1. (για πρόσ.) γεμάτος δάκρυα, δακρυσμένος
2. (για πράγμ.) όποιος προκαλεί δάκρυα, ο αίτιος δακρύων
3. (το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «δακρυόεν γελάσασα» — αφού χαμογέλασε με δάκρυα στα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -όεις (πρβλ. αιετόεις, αιματόεις, ακρυόεις)].

Greek Monotonic

δακρυόεις: δακρυόεσσα, δακρυόεν (δάκρυον),
1. λέγεται για πρόσωπα, δακρύβρεχτος, γεμάτος δάκρυα, βουρκωμένος, σε Όμηρ.· δακρυόεν γελάσαι, ως επίρρ., γελώ μέσα από τα δάκρυα, κλαυσίγελως (ανακατεμένο γέλιο και κλάμα), σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για πράγματα, κάτι που προκαλεί δάκρυα, αξιοδάκρυτος, αξιοθρήνητος, πόλεμος, μάχη, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

δακρυόεις: δακρυόεσσα, δακρυόεν, 1) ἐπὶ προσώπων, πλήρης δακρύων, ὁ πολὺ κλαίων, Ἰλ. Φ. 506, κτλ.· οὕτω γόος Ὀδ. Ω. 322· δακρυόεν γελάσαι, ὡς ἐπίρρ., μειδιῶ διὰ μέσου τῶν δακρύων, Ἰλ. Ζ. 484. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ πλήρης δακρύων, παρέχων δάκρυα, πόλεμος, μάχη Ἰλ. Ε. 737.

Middle Liddell

δάκρυον
1. of persons, tearful, much-weeping, Hom.; δακρυόεν γελάσαι, as adv., to smile through tears, Il.
2. of things, tearful, causing tears, πόλεμος, μάχη Il.