Anonymous

γόνιμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γόνῐμος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Ἱππ. 347. 25·― [[παραγωγικός]], ἱκανὸς εἰς τὸ νὰ παραγάγῃ, πεπροικισμένος μὲ παραγωγικὴν δύναμιν, [[καρποφόρος]], [[εὔφορος]], [[σπέρμα]] γ., ἀντίθ. τῷ ἄγονον, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 22, 3 κ. ἀλλ.· οὕτω, [[κύημα]] γ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Γ. 2. 3, 3· ᾠὰ γ., ἀντίθ. τῷ ὑπηνέμια, ὁ αὐτ. 1. 21, 9·― ἐπὶ γυναικῶν, ἀντίθ. τῷ ἄτεκνος, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 10. 3, 11, πρβλ. Προβλ. 4. 2· ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 18 κ. ἀλλ.· ἐν τῇσι ἡλικίῃσι τῇσι γονίμῃσι [[εἶναι]] Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· γ. μέλεα, [[μέλη]] γονέως, Εὐρ. Ἠλ. 1209· [[ἐντεῦθεν]] (μεταφ.), τίκτειν γ. τε καὶ ἀληθὲς Πλάτ. Θεαιτ. 150C· γ. ἢ ἀνεμιαῖον [[αὐτόθι]] 151Ε. 2) μ. γεν. πράγματος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 5, Θεόφρ. π. Πυρ. 44, Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 7. 5· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ., παράγων, ἱκανὸς εἰς τὸ παράγειν, ἀγαθά γ. τῇ αὑτῶν φύσει Πλάτ. Πολιτ. 367D. 3) μεταφ. ἐπὶ προσώπων, [[ποιητής]] γ., ποιητὴς [[γνήσιος]], ἀληθὲς ποιητικὸν ἔχων [[πνεῦμα]], Ἀριστοφ. Βατρ. 96· [[οὕτως]] ἐπὶ τέκνων, = [[γνήσιος]], Μανέθ. 6. 56· γ. [[ὕδωρ]] ποταμῶν, ἀντίθ. τῷ νόθον, Ἀνθ. Π. 9. 277. ΙΙ. [[κρίσιμος]] (μετ’ ἰατρ. σημασ.), καὶ ἑπομ. ([[μετὰ]] τοῦ [[ἡμέρα]]), [[περιττός]], [[ἐπειδὴ]] κατὰ τὰς περιττὰς ἡμέρας αἱ ἀσθένειαι ἔρχονται εἰς κρίσιν, Ἱππ. 1046Β, C, κτλ.· οὕτω, γ. μήν, [[ἔτος]] ὁ αὐτ. 1053D κἑξ.· ἴδε Fo ës. Οἰκον.˙― [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]], ὁ μὴ ἄρτιος, [[περιττός]], Πλούτ. 2. 288C.
|lstext='''γόνῐμος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Ἱππ. 347. 25·― [[παραγωγικός]], ἱκανὸς εἰς τὸ νὰ παραγάγῃ, πεπροικισμένος μὲ παραγωγικὴν δύναμιν, [[καρποφόρος]], [[εὔφορος]], [[σπέρμα]] γ., ἀντίθ. τῷ ἄγονον, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 22, 3 κ. ἀλλ.· οὕτω, [[κύημα]] γ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Γ. 2. 3, 3· ᾠὰ γ., ἀντίθ. τῷ ὑπηνέμια, ὁ αὐτ. 1. 21, 9·― ἐπὶ γυναικῶν, ἀντίθ. τῷ ἄτεκνος, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 10. 3, 11, πρβλ. Προβλ. 4. 2· ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 18 κ. ἀλλ.· ἐν τῇσι ἡλικίῃσι τῇσι γονίμῃσι [[εἶναι]] Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· γ. μέλεα, [[μέλη]] γονέως, Εὐρ. Ἠλ. 1209· [[ἐντεῦθεν]] (μεταφ.), τίκτειν γ. τε καὶ ἀληθὲς Πλάτ. Θεαιτ. 150C· γ. ἢ ἀνεμιαῖον [[αὐτόθι]] 151Ε. 2) μ. γεν. πράγματος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 5, Θεόφρ. π. Πυρ. 44, Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 7. 5· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ., παράγων, ἱκανὸς εἰς τὸ παράγειν, ἀγαθά γ. τῇ αὑτῶν φύσει Πλάτ. Πολιτ. 367D. 3) μεταφ. ἐπὶ προσώπων, [[ποιητής]] γ., ποιητὴς [[γνήσιος]], ἀληθὲς ποιητικὸν ἔχων [[πνεῦμα]], Ἀριστοφ. Βατρ. 96· [[οὕτως]] ἐπὶ τέκνων, = [[γνήσιος]], Μανέθ. 6. 56· γ. [[ὕδωρ]] ποταμῶν, ἀντίθ. τῷ νόθον, Ἀνθ. Π. 9. 277. ΙΙ. [[κρίσιμος]] (μετ’ ἰατρ. σημασ.), καὶ ἑπομ. ([[μετὰ]] τοῦ [[ἡμέρα]]), [[περιττός]], [[ἐπειδὴ]] κατὰ τὰς περιττὰς ἡμέρας αἱ ἀσθένειαι ἔρχονται εἰς κρίσιν, Ἱππ. 1046Β, C, κτλ.· οὕτω, γ. μήν, [[ἔτος]] ὁ αὐτ. 1053D κἑξ.· ἴδε Fo ës. Οἰκον.˙― [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]], ὁ μὴ ἄρτιος, [[περιττός]], Πλούτ. 2. 288C.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> capable d’engendrer, fécond ; [[γόνιμος]] τινός, capable de produire <i>ou</i> qui produit qch;<br /><b>2</b> impair;<br /><b>3</b> de naissance légitime ; légitime, de bon aloi, de bonne race.<br />'''Étymologie:''' [[γόνος]].
}}
}}