Anonymous

δασύμαλλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾰσύμαλλος''': -ον, ὁ ἔχων δασὺν μαλλόν, πυκνόμαλλος, Ὀδ. Ι. 425, Εὐρ. Κύκλ. 360.
|lstext='''δᾰσύμαλλος''': -ον, ὁ ἔχων δασὺν μαλλόν, πυκνόμαλλος, Ὀδ. Ι. 425, Εὐρ. Κύκλ. 360.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la laine touffue, au poil touffu.<br />'''Étymologie:''' [[δασύς]], [[μαλλός]].
}}
}}