Anonymous

δεξιτερός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεξιτερός''': -ά, -όν, ποιητ. ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[δεξιός]], Ὅμ., Πίνδ.· δ. κατὰ μαζὸν Ἰλ. Ε. 393· δ. χειρὶ Ὀδ. Υ. 197· ποδὶ Πίνδ. Π. 4. 170· [[ὡσαύτως]] δεξιτερά, ἡ δεξιὰ (ἐξυπακουομ. τοῦ [[χείρ]]), «τὸ δεξὶ χέρι», Ἰλ. Α. 501· Ἐπ. δοτ. δεξιτερῇφι, Ω. 284· σπάν. παρ' Ἀττ., ὡς Ἀντιφ. Ὁμ. 1. 6.
|lstext='''δεξιτερός''': -ά, -όν, ποιητ. ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[δεξιός]], Ὅμ., Πίνδ.· δ. κατὰ μαζὸν Ἰλ. Ε. 393· δ. χειρὶ Ὀδ. Υ. 197· ποδὶ Πίνδ. Π. 4. 170· [[ὡσαύτως]] δεξιτερά, ἡ δεξιὰ (ἐξυπακουομ. τοῦ [[χείρ]]), «τὸ δεξὶ χέρι», Ἰλ. Α. 501· Ἐπ. δοτ. δεξιτερῇφι, Ω. 284· σπάν. παρ' Ἀττ., ὡς Ἀντιφ. Ὁμ. 1. 6.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />qui est à droite : χεὶρ δεξιτερά main droite ; ἡ δεξιτερή <i>(ion.)</i> la main droite ; [[δεξιτερῆφι]] <i>locat.</i> du côté droit, à droite, <i>ou instrum.</i> avec la main droite.<br />'''Étymologie:''' [[δεξιός]] ; cf. <i>lat.</i> dexter.
}}
}}