δεξιτερός
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
ά, όν, (δεξιός) right-hand of two, δ. κατὰ μαζόν Il.5.393; δ. χειρί Od.20.197; ποδί Pi.P.4.96; δεξιτερά (sc. χείρ), ἡ, the right hand, Il.1.501; Ep. dat. δεξιτερῆφι 24.284; rare in Com., Antiph. 174.6.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
• Alolema(s): jón.-ép. fem. -ή Il.4.519, h.Ap.535
• Morfología: [ép. gen. -οιο Il.11.377, A.R.3.1306, AP 14.7 (Metrod.), Q.S.1.595, Nonn.D.37.766; plu. dat. δεξιτεροῖσιν AP 16.336, ép. fem. dat.-loc. instrum. -ῆφι Il.24.284, Od.15.148, AP 6.188 (Leon.)]
I adj.
1 derecho, diestro, situado a la derecha en una op. de dos términos, esp. partes del cuerpo μαζός Il.5.393, Q.S.1.248, 595, Nonn.D.15.334, κνήμη Il.4.519, Batr.242, πούς Il.11.377, Pi.P.4.96, AP 14.7 (Metrod.), ὦμος Il.10.373, Call.Dian.214, μηρός AP 7.124 (D.L.), Q.S.6.588, γόνυ Q.S.3.310, βραχίων Nonn.D.37.766, χείρ Il.14.137, Od.1.121, 20.197, h.Ap.535, Tyrt.7.25, Thgn.758, Parm.B 1.23, Theoc.13.57, AP 7.352, 9.552 (Antip.Thess.), Opp.H.5.637, οἶνον ἔχουσ' ἐν χειρὶ ... δεξιτερῆφι Il.24.284, cf. Od.15.148, 19.480, λαγών Theoc.22.121, σιαγών Cerc.2.5, ἀκουή AP 2.346 (Christod.), ὄμμα AP 11.352 (Agath.)
•gener. βοῦς A.R.l.c., νασμοί AP 6.287 (Antip.Sid.), δεξιτερὸν κέρας el ala derecha del ejército, Nonn.D.26.260, ἀτραπός Opp.H.3.504
•como pred. δεξιτερὴν ... ἔχων ... Μήνην teniendo a su derecha a la Luna Nonn.D.6.245, δεξιτερὴν δ' ἔρριψεν ἐπὶ χθόνα (lo) arrojó a tierra a su derecha, AP 9.159
•c. régimen en dat. ἀστέρες ... δεξιτεροὶ Κρονίωνι las estrellas a la derecha del Crónida Nonn.D.2.193, ‘δεξιτερὸν’ ἀντὶ τοῦ δεξιοῦ ... οὐκ ἄτοπον εἶναι Plu.2.677d, Ath.Epit.423c, Hdn.Gr.2.238.
2 mánt. diestro, derecho e.e. de buen augurio, propicio, favorable αἰετὸς ὄρνις Nonn.D.39.155.
II subst. y usos adv.
1 subst. ἡ δεξιτερά (sc. χείρ) la mano derecha, la diestra αἰχμῆς ... ἣν ἄρ' Ἀχιλλεὺς πάλλεν δεξιτερῇ Il.22.320, cf. Hes.Fr.76.2, Pi.P.4.35, Antiph.172.4, Euph.149, Theoc.7.19, A.R.1.169, AP 6.5 (Phil.), 12.253 (Strat.), Q.S.1.158, Opp.H.3.153, Nonn.D.16.55
•op. σκαιή Il.1.501, 21.490, Hes.Th.179, Call.Fr.114.9, A.R.2.599, AP 2.293 (Christod.), Q.S.14.306
•op. λαιή A.R.4.45, AP 2.9 (Christod.), 16.105, Nonn.D.46.213
•como signo de ayuda πάτρῃ δεξιτερὴν τανύσας que ha tendido su diestra en favor de la ciudad, AP 15.6
•tb. de victoria δεξιτερὴν ἀνατείνειν AP 2.195 (Christod.).
2 usos adv., c. prep. y ac. ἐπὶ δεξιτερὰν χεῖρα hacia la derecha Critias Eleg.4.4
•dat. abs. παρίστασο δεξιτερῆφι mantente a (su) derecha, AP 6.188 (Leon.)
•δεξιτεροῖσιν a la derecha op. λαιοῖσι Parm.B 17, c. gen. δ. ἀνακτορίοιο θοώκου a la derecha del trono imperial, AP 16.336.
German (Pape)
[Seite 547] poet. = δεξιός, rechts; das Wort ist eigentlich eine Comparativ-Bildung, wie ἀριστερός; der Accent, eigentlich δεξίτερος, wurde geändert, δεξιτερός, Herodian. Scholl. Iliad. 16, 415, um die Abänderung der Bdtg anzudeuten; denn ursprünglich heißt δεξιτερός = »mehr zum Empfangen oder Fassen geschickt«, δέχομαι verwandt, s. δεξιός und δέκα; dies »mehr zum Empfangen geschickt« wurde als Bezeichnung zunächst der rechten Hand gebraucht, sodann überhaupt als Bezeichnung der rechten Seite. Dasselbe Suffix wie in δεξιτερός findet sich im Latein. dexter, dextera und dextra; wenn in der Stammsylbe dex. das E nicht bloß durch Position, sondern auch schon an sich lang ist, dēxter so muß angenommen werden, daß der Bindevocal I, welcher im Griechischen δεξιτερός an seiner eigentlichen Stelle steht, im Lateinischen dexter in die Stammsylbe hinübersprang, deixter (us) anstatt dexiter (us), und dann mit dem kurzen E der Stammsylbe in ein langes E zusammengezogen wurde, dēxter(us); diese Annahme stützt sich auf eine große Zahl von Analogieen; wäre das E in der Stammsylbe von dexter nur durch Position lang, an sich kurz, so wäre der Bindevocal I im Lateinischen dexter als durch Syncope entfernt zu betrachten. Bei Homer findet sich δεξιτερός öfters, z. B. ἐγγύθι δὲ στὰς χεῖρ' ἕλε δεξιτερήν, καὶ ἐδέξατο χάλκεον ἔγχος Odyss. 1, 121; δεξιτερῆς ἕλε χειρός Iliad. 7, 108; δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρί Odyss. 20, 197; καὶ λάβε γούνων σκαιῇ· δεξιτερῇ δ' ἄρ' ὑπ' ἀνθερεῶνος ἑλοῦσα λισσομένη προσέειπε Δία Iliad. 1, 501, δεξιτερή substantivisch = »die Rechte«, statt »die rechte Hand«, vgl. Iliad. 21, 490. 22, 320; einige Male δεξιτερῆφιν, Versende, mit χειρί: Odyss. 15, 148 Iliad. 24, 284 οἶνον ἔχων (ἔχουσ') ἐν χειρὶ μελίφρονα δεξιτερῆφιν, Odyss. 19, 480 χείρ' ἐπιμασσάμενος φάρυγος λάβε δεξιτερῆφιν; Iliad. 11, 377 ταρσὸν δεξιτεροῖο ποδός; Iliad. 4, 519 κνήμην δεξιτερήν; Iliad. 5, 393 δεξιτερὸν μαζόν; Iliad. 16, 405 γναθμὸν δεξιτερόν. – Folgende: Pind. P. 4, 96; Theocr. 13, 57; Antiphan. Ath. XIV, 642 a.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
qui est à droite : χεὶρ δεξιτερά main droite ; ἡ δεξιτερή (ion.) la main droite ; δεξιτερῆφι locat. du côté droit, à droite, ou instrum. avec la main droite.
Étymologie: δεξιός ; cf. lat. dexter.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεξιτερός -ά -όν [δεξιός] ep. dat. δεξιτερῆφι, rechter, aan de rechterkant; subst. f.: ἡ δεξιτερά (sc. χείρ) rechterhand.
Russian (Dvoretsky)
δεξῐτερός: Hom., Pind., Theocr. = δεξιός 1.
Greek (Liddell-Scott)
δεξιτερός: -ά, -όν, ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος τοῦ δεξιός, Ὅμ., Πίνδ.· δ. κατὰ μαζὸν Ἰλ. Ε. 393· δ. χειρὶ Ὀδ. Υ. 197· ποδὶ Πίνδ. Π. 4. 170· ὡσαύτως δεξιτερά, ἡ δεξιὰ (ἐξυπακουομ. τοῦ χείρ), «τὸ δεξὶ χέρι», Ἰλ. Α. 501· Ἐπ. δοτ. δεξιτερῇφι, Ω. 284· σπάν. παρ' Ἀττ., ὡς Ἀντιφ. Ὁμ. 1. 6.
English (Autenrieth)
= δεξιός. δεξιτερῆφι, Ω 2, Od. 15.148. Subst., δεξιτερή = δεξιή.
English (Slater)
δεξιτερός right δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί (P. 4.96) ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις ἀρούρας δεξιτερᾷ προτυχὸν (sc. χερί) (P. 4.35)
Greek Monolingual
δεξιτερός, -ά, -όν (Α)
1. (για μέλη του σώματος μόνο, «δεξιτερῇ... χειρί», «δεξιτερῷ... ποδί») δεξιός
2. το θηλ. ως ουσ. η δεξιτερά
η δεξιά, το δεξί χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχ. συγκριτικό τ. του επιθ. δεξιός, που αντιτίθεται στο σκαιός «αριστερός» και αντιστοιχεί στο λατ. dexter].
Greek Monotonic
δεξιτερός: -ή, -όν, ποιητ. τύπος του δεξιός, δεξιός, σε Όμηρ.· δεξιτερή, όπως το δεξιτερά (ενν. χείρ), δεξί χέρι, σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. δοτ. δεξιτερῇφι, στο ίδ.
Middle Liddell
poet. form of δεξιός
right, the right, Hom.: δεξιτερή, like δεξιά (sub. χείρ), the right hand, Il.; epic dat. δεξιτερῆιφι Il.