Anonymous

διακριδόν: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακρῐδόν''': ἐπίρρ. ([[διακρίνω]]) ἐξόχως, πρὸ πάντων, Λατ. eximie, διακριδὸν [[εἶναι]] ἄριστος, ὡς τὸ [[ἔξοχα]], Ἰλ. Μ. 103., Ο. 108· ἀρίστους δ. Ἡρόδ. 4. 53· δ. ἠσκημένη [[κόμη]] Λουκ. Ἔρωσ. 3. 2) σαφῶς, καθαρῶς, Νίκ. Θ. 955.
|lstext='''διακρῐδόν''': ἐπίρρ. ([[διακρίνω]]) ἐξόχως, πρὸ πάντων, Λατ. eximie, διακριδὸν [[εἶναι]] ἄριστος, ὡς τὸ [[ἔξοχα]], Ἰλ. Μ. 103., Ο. 108· ἀρίστους δ. Ἡρόδ. 4. 53· δ. ἠσκημένη [[κόμη]] Λουκ. Ἔρωσ. 3. 2) σαφῶς, καθαρῶς, Νίκ. Θ. 955.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec distinction <i>ou</i> supériorité ; supérieurement, admirablement.<br />'''Étymologie:''' [[διακρίνω]] et -δον.
}}
}}