Anonymous

διαθρύπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαθρύπτω''': ἀόρ. παθ. διετρύφην [ῠ], Ἰλ., διεθρύφθην Διογ. Λ. 7. 153. 2) συνθλῶ εἰς τεμάχια, [[θραύω]], [[συντρίβω]] εἰς τεμάχια· παρ’ Ὁμήρ. μόνον [[ἅπαξ]], [[τριχθά]] τε καὶ [[τετραχθὰ]] διατρυφὲν [τὸ [[ξίφος]]] Ἰλ. Γ. 363· ἀσπίδες διατεθρυμμέναι Ξεν. Ἀγησ. 2, 14· διαθρύπτειν τὸ [[κρανίον]] Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 20. 2. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. frangere, ἀδυνατίζω, [[ἐκθηλύνω]] τινὰ δι’ ἀσώτου βίου καὶ διὰ τρυφῆς καὶ θωπειῶν, [[ἐκνευρίζω]], καθιστῶ τρυφηλόν, «χαϊδεμένον», θηλυπρεπῆ, Πλάτ. Λύσ. 210Ε, Ξεν. Πολ. Λακ. 2. 1. - Παθ. ὡς τὸ Λατ. frangi, κατασυντρίβομαι, ἐξαδυνατίζομαι, ἐκνευρίζομαι, διὰ τρυφῆς διαφθείρομαι, πλούτῳ Αἰσχύλ. Πρ. 891· διὰ τὸν πλοῦτον Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 35· ὑπὸ πολλῶν ἀνθρώπων [[αὐτόθι]] 1. 2, 24· διατεθρύφθαι τὸν βίον Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 8· τῷ βίῳ Πλούτ. Πομπ. 18· διατεθρυμμένος τὰ ὦτα κολακείαις, Λατ. animo fractus, ὁ αὐτ. Δίωνι 8· [[ἐντεῦθεν]] ἐπίρρ., [[διατεθρυμμένως]] ἔχειν Πλάτ. Νόμ. 922C. 2) Μέσ., «καμαρώνω», [[ὑπερηφανεύομαι]], κομψεύομαι· ἐπὶ φιλαρέσκου κόρης, [[ἀκκίζομαι]], «[[κάμνω]] νάζια», τινι Θεόκρ. 6. 15, ἐπὶ γυναικὸς ἀοιδοῦ, διαθρύπτεται ἤδη, «κάμνει τὰ τσακίσματά της», λαμβάνει στάσιν, ἵνα ἀρχίσῃ τὸ ᾆσμα, ὁ αὐτ. 15. 99.
|lstext='''διαθρύπτω''': ἀόρ. παθ. διετρύφην [ῠ], Ἰλ., διεθρύφθην Διογ. Λ. 7. 153. 2) συνθλῶ εἰς τεμάχια, [[θραύω]], [[συντρίβω]] εἰς τεμάχια· παρ’ Ὁμήρ. μόνον [[ἅπαξ]], [[τριχθά]] τε καὶ [[τετραχθὰ]] διατρυφὲν [τὸ [[ξίφος]]] Ἰλ. Γ. 363· ἀσπίδες διατεθρυμμέναι Ξεν. Ἀγησ. 2, 14· διαθρύπτειν τὸ [[κρανίον]] Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 20. 2. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. frangere, ἀδυνατίζω, [[ἐκθηλύνω]] τινὰ δι’ ἀσώτου βίου καὶ διὰ τρυφῆς καὶ θωπειῶν, [[ἐκνευρίζω]], καθιστῶ τρυφηλόν, «χαϊδεμένον», θηλυπρεπῆ, Πλάτ. Λύσ. 210Ε, Ξεν. Πολ. Λακ. 2. 1. - Παθ. ὡς τὸ Λατ. frangi, κατασυντρίβομαι, ἐξαδυνατίζομαι, ἐκνευρίζομαι, διὰ τρυφῆς διαφθείρομαι, πλούτῳ Αἰσχύλ. Πρ. 891· διὰ τὸν πλοῦτον Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 35· ὑπὸ πολλῶν ἀνθρώπων [[αὐτόθι]] 1. 2, 24· διατεθρύφθαι τὸν βίον Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 8· τῷ βίῳ Πλούτ. Πομπ. 18· διατεθρυμμένος τὰ ὦτα κολακείαις, Λατ. animo fractus, ὁ αὐτ. Δίωνι 8· [[ἐντεῦθεν]] ἐπίρρ., [[διατεθρυμμένως]] ἔχειν Πλάτ. Νόμ. 922C. 2) Μέσ., «καμαρώνω», [[ὑπερηφανεύομαι]], κομψεύομαι· ἐπὶ φιλαρέσκου κόρης, [[ἀκκίζομαι]], «[[κάμνω]] νάζια», τινι Θεόκρ. 6. 15, ἐπὶ γυναικὸς ἀοιδοῦ, διαθρύπτεται ἤδη, «κάμνει τὰ τσακίσματά της», λαμβάνει στάσιν, ἵνα ἀρχίσῃ τὸ ᾆσμα, ὁ αὐτ. 15. 99.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2 Pass.</i> διετρύφην, <i>pf. Pass.</i> διατέθρυμμαι;<br /><b>1</b> mettre en pièces : τὸ κράνιον LUC briser le crâne ; <i>Pass.</i> être mis en pièces : [[τριχθά]] [[τε]] καὶ [[τετραχθά]] IL en trois et quatre morceaux;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> briser par une vie molle ; énerver, efféminer;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαθρύπτομαι faire des manières, minauder.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[θρύπτω]].
}}
}}