3,277,121
edits
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαγιγνώσκω''': Ἰων. καὶ παρὰ μεταγεν. -γῑνώσκω, μέλλ. -γνώσομαι·-[[γνωρίζω]] τὸ ἕν ἀπὸ τοῦ ἑτέρου, [[διαχωρίζω]], [[διακρίνω]], Λατ. dignoscere, εὖ διαγιγνώσκοντες Ἰλ. Ψ. 240· [[ἔνθα]] διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον Η. 424· δ. εἰ ὁμοῖοί εἰσι, [[διακρίνω]] ἂν [[εἶναι]] ἴσοι ἢ μή, Ἡρόδ. 1. 134· οὐδ. ἂν… διαγνοίη, λίνου ἢ καννάβιός ἐστι ὁ αὐτ. 4. 74· δ. πότερον..., ἢ... Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 10, 12· δ. τὸν καλόν τε καὶ τὸν αἰσχρὸν Πλάτ. Συμπ. 186C· δ. τὸ ὀρθὸν καὶ μὴ Αἰσχίν. 82. 26· δ. τὴν θήλειαν καὶ τὸν ἄρρενα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 7, 7· δ. τοὺς νεωτέρους καὶ τοὺς πρεσβυτέρους ἐκ τῶν ὀδόντων [[αὐτόθι]] 2. 2, 2· -δ. τινὰς ὄντας..., ὃ ἐ. δ. ὑμῶν οἵτινές εἰσιν..., Ἀριστοφ. Ἱππ. 517. -Παθ., τὸν χαλκὸν μὴ διαγιγνώσκεσθαι τῇ χρόᾳ πρὸς τὸν χρυσὸν Ἀριστ. Θαυμασ. 49. 2) [[διακρίνω]] ἀκριβῶς, τι Σοφ. Ἠλ. 1186· δ. ὅτι..., Ἰσοκρ. 36C. ΙΙ. ἀποφασίζω νὰ πράξω οὕτω καὶ οὕτω· μετ’ ἀπαρεμφ., Ἡρόδ. 6. 138. -Παθ., ἀπροσ., διέγνωστο αὐτοῖς τὰς σπονδὰς λελύσθαι Θουκ. 1. 118. 2) δικανικὸς ὅρος, [[ἐκφέρω]] γνώμην, [[κρίνω]], ἀποφασίζω ἔν τινι δίκῃ, Λατ. dijudicare, δίκην Αἰσχύλ. Εὐμ. 709· τὰ ἀμφισβητήσιμα Ἀντιφῶν 120. 41, πρβλ. 141. 29· δ. [[διότι]]..., Ἀριστ. Πολ. 2. 7, 6· -δίδω τὴν γνώμην μου, [[ἐκφέρω]] κρίσιν, [[περί]] τινος Θουκ. 4. 46, Λυσ. 110. 18, Δημ. 838. 24. -Παθ., [[κρίσις]] διεγνωσμένη Θουκ. 3. 53· ἐμμενέτωσαν ἐν τοῖς διαγνωσθεῖσι Νόμ. παρὰ Δημ. 545. 9. ΙΙΙ. =[[διαναγιγνώσκω]], [[ἀναγιγνώσκω]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους, Πολύβ. 3. 32, 2. | |lstext='''διαγιγνώσκω''': Ἰων. καὶ παρὰ μεταγεν. -γῑνώσκω, μέλλ. -γνώσομαι·-[[γνωρίζω]] τὸ ἕν ἀπὸ τοῦ ἑτέρου, [[διαχωρίζω]], [[διακρίνω]], Λατ. dignoscere, εὖ διαγιγνώσκοντες Ἰλ. Ψ. 240· [[ἔνθα]] διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον Η. 424· δ. εἰ ὁμοῖοί εἰσι, [[διακρίνω]] ἂν [[εἶναι]] ἴσοι ἢ μή, Ἡρόδ. 1. 134· οὐδ. ἂν… διαγνοίη, λίνου ἢ καννάβιός ἐστι ὁ αὐτ. 4. 74· δ. πότερον..., ἢ... Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 10, 12· δ. τὸν καλόν τε καὶ τὸν αἰσχρὸν Πλάτ. Συμπ. 186C· δ. τὸ ὀρθὸν καὶ μὴ Αἰσχίν. 82. 26· δ. τὴν θήλειαν καὶ τὸν ἄρρενα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 7, 7· δ. τοὺς νεωτέρους καὶ τοὺς πρεσβυτέρους ἐκ τῶν ὀδόντων [[αὐτόθι]] 2. 2, 2· -δ. τινὰς ὄντας..., ὃ ἐ. δ. ὑμῶν οἵτινές εἰσιν..., Ἀριστοφ. Ἱππ. 517. -Παθ., τὸν χαλκὸν μὴ διαγιγνώσκεσθαι τῇ χρόᾳ πρὸς τὸν χρυσὸν Ἀριστ. Θαυμασ. 49. 2) [[διακρίνω]] ἀκριβῶς, τι Σοφ. Ἠλ. 1186· δ. ὅτι..., Ἰσοκρ. 36C. ΙΙ. ἀποφασίζω νὰ πράξω οὕτω καὶ οὕτω· μετ’ ἀπαρεμφ., Ἡρόδ. 6. 138. -Παθ., ἀπροσ., διέγνωστο αὐτοῖς τὰς σπονδὰς λελύσθαι Θουκ. 1. 118. 2) δικανικὸς ὅρος, [[ἐκφέρω]] γνώμην, [[κρίνω]], ἀποφασίζω ἔν τινι δίκῃ, Λατ. dijudicare, δίκην Αἰσχύλ. Εὐμ. 709· τὰ ἀμφισβητήσιμα Ἀντιφῶν 120. 41, πρβλ. 141. 29· δ. [[διότι]]..., Ἀριστ. Πολ. 2. 7, 6· -δίδω τὴν γνώμην μου, [[ἐκφέρω]] κρίσιν, [[περί]] τινος Θουκ. 4. 46, Λυσ. 110. 18, Δημ. 838. 24. -Παθ., [[κρίσις]] διεγνωσμένη Θουκ. 3. 53· ἐμμενέτωσαν ἐν τοῖς διαγνωσθεῖσι Νόμ. παρὰ Δημ. 545. 9. ΙΙΙ. =[[διαναγιγνώσκω]], [[ἀναγιγνώσκω]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους, Πολύβ. 3. 32, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[διαγνώσομαι]], <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[διά]] séparer) discerner, <i>d’où</i><br /><b>1</b> discerner, distinguer, reconnaître distinctement : ἄνδρα ἕκαστον IL chaque homme ; [[εἰ]] ὅμοιοί εἰσιν HDT s’ils sont du même rang ou non;<br /><b>2</b> décider, trancher : [[δίκην]] ESCHL un procès ; <i>abs.</i> rendre un jugement ; [[κρίσις]] διεγνωσμένη THC jugement rendu, cause jugée;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> décider de, inf. : διέγνωστο αὐτοῖς <i>avec la</i> prop. inf. THC ils avaient décidé que;<br /><b>II.</b> ([[διά]] à travers) prendre connaissance en parcourant, lire jusqu’au bout : [[βιβλίον]] ÉL un livre.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[γιγνώσκω]]. | |||
}} | }} |