Anonymous

διακληρόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακληρόω''': διὰ κλήρου [[ὁρίζω]], δίδω, ἐφ’ ἑκάστῃ… φερνὴν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 978· καὶ ἐν τῷ παθ., Πλάτ. Νομ. 760C. 2) [[ἐκλέγω]] διὰ κλήρου, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 36· τὸ δέκατον δ. θανεῖν, ἐπὶ τοῦ δεκατισμοῦ τῶν στρατιωτῶν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 47. - Μέσ., βάλλω κλήρους, Θουκ. 8. 30, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 34· πρὸς [[σφᾶς]] αὐτοὺς Δημ. 1380. 4.
|lstext='''διακληρόω''': διὰ κλήρου [[ὁρίζω]], δίδω, ἐφ’ ἑκάστῃ… φερνὴν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 978· καὶ ἐν τῷ παθ., Πλάτ. Νομ. 760C. 2) [[ἐκλέγω]] διὰ κλήρου, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 36· τὸ δέκατον δ. θανεῖν, ἐπὶ τοῦ δεκατισμοῦ τῶν στρατιωτῶν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 47. - Μέσ., βάλλω κλήρους, Θουκ. 8. 30, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 34· πρὸς [[σφᾶς]] αὐτοὺς Δημ. 1380. 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> assigner un lot par la voie du sort, allouer par la voie du sort;<br /><b>2</b> désigner <i>ou</i> choisir par un tirage au sort;<br /><i><b>Moy.</b></i> διακληρόομαι-οῦμαι tirer au sort.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κληρόω]].
}}
}}