διακληρόω

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακληρόω Medium diacritics: διακληρόω Low diacritics: διακληρόω Capitals: ΔΙΑΚΛΗΡΟΩ
Transliteration A: diaklēróō Transliteration B: diaklēroō Transliteration C: diakliroo Beta Code: diaklhro/w

English (LSJ)

Dor. διακλαρόω,
A assign by lot, allot, ἐφ' ἑκάστῃ… φερνήν A.Supp.978 (anap.), cf. Arist.Ath.30.3, 50.2; ἐπὶτὰς φυλάς SIG531.29 (Dyme, iii B.C.):—Med., have allotted to one, τῦφον ἐκ νόμων Diog. Ep.28.1, cf. Procop.Goth.4.20,al.:—Pass., Pl.Lg.760c.
2 choose by lot, X.Cyr.6.3.36; τὸ δέκατον διακληρώσω θανεῖν, of decimating soldiers, App. BC2.47:—Med. c. acc., ib.18, Iamb.Myst.1.5, al.: but usually abs., cast lots, Th.8.30, X.Cyr.6.3.34; πρὸς σφᾶς αὐτούς D.59.103.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. διακλᾱρόω SEG 30.990.21 (Delos IV/III a.C.), 40.394.29 (Dime III a.C.), Dialex.7.4
I 1asignar por sorteo ἐφ' ἑκάστῃ διεκλήρωσεν Δαναὸς θεραποντίδα a cada una asignó Dánao una sirvienta A.Supp.978, δύο τράγους Ph.1.338, en v. pas. διακληρωθήτω τὰ μόρια τῆς χώρας Pl.Lg.760c, cf. SEG 41.282 (Argos, heleníst.), τὰν δὲ βουλὰν διακλαρῶσαι (αὐτούς) εἰς ἡμιόγδοον καὶ τριακάδα καὶ φυλὰν καὶ φάτραν SEG 30.990.21 (Delos IV/III a.C.), cf. 40.394.29 (Dime III a.C.).
2 designar por sorteo empleos, cargos, misiones en la admin. δέκα ἄνδρας διακλɛ̄ρōσαι ἐκ τōν δικαστōν IG 13.82.18 (V a.C.), cf. 19, τέτταρα μέρη ... διακληρῶσαι Arist.Ath.30.3, cf. 50.2, en v. pas. οἱ τῶν ἁρμάτων ἡγεμόνες διακληρωσάμενοι X.Cyr.6.3.34, cf. SEG 30.990.23 (Delos IV/III a.C.)
en v. med. mismo sent. αὐτούς X.Cyr.6.3.36, ἐκ τῶν ἐννέα τὸν ἄριστον Aristodem. en Plu.2.1107f, τὰ δὲ ἔθνη App.BC 2.18, τὰς παρθένους πάσας Parth.35.2
c. ac. e inf. τὸ δέκατον διακληρώσω θανεῖν condenaré mediante sorteo a morir a la décima parte, e.d. diezmaré al ejército App.BC 2.47.
II usos esp. de la v. med.
1 sortear, echar suertes ἐβούλοντο διακληρωσάμενοι ἐπὶ μὲν τῇ Μιλήτῳ τῷ ναυτικῷ ἐφορμεῖν, πρὸς δὲ τὴν Χῖον ... πεζὸν πέμψαι quisieron, tras hacer el sorteo (de los mandos), atacar Mileto por mar, y enviar infantería a Quíos Th.8.30, cf. D.59.103, διελόντες τρία μέρη διακληροῦνται πρὸς τὸν ἥλιον haciendo tres partes (de una cosecha), echan suertes teniendo en cuenta el sol Thphr.HP 9.5.2
repartirse por sorteo fig. τὰς κακώσεις Ph.2.111.
2 c. ac. obtener por sorteo fig. τῦφον ἐξ αὐτῶν (νόμων) διεκληρώσασθε Diog.Ep.28.1, ὧν ἑκάστη διακεκλήρωται μίαν τῶν εἰρημένων φαντασιῶν Ph.2.19.

German (Pape)

[Seite 582] verloosen, durchs Loos verteilen, Aesch. Suppl. 978; pass., διακληρωθήτω τὰ μόρια τῆς χώρας – ἕκαστα ἑκάστοις Plat. Legg. VI, 760 c; διεκλήρωσεν αὐτούς, er ließ sie loofen, Xen. Cyr. 6, 3, 36. – Med., loofen, Thuc. 8, 30 u. Folgde; πρὸς σφᾶς αὐτούς, Dem . 59, 103.

French (Bailly abrégé)

διακληρῶ :
1 assigner un lot par la voie du sort, allouer par la voie du sort;
2 désigner ou choisir par un tirage au sort;
Moy. διακληρόομαι, διακληροῦμαι tirer au sort.
Étymologie: διά, κληρόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κληρόω, Dor. διακλᾱρόω act. bij loting toewijzen:; ἐφ’ ἑκάστῃ διεκλήρωσεν... φερνήν aan iedere vrouw wees hij een bruidsschat toe Aeschl. Suppl. 978; τούτοις δὲ διακληρωθήτω aan hen moet het (stuk land) bij loting toegewezen worden Plat. Lg. 760c; laten loten:. διεκλήρωσεν αὐτούς hij liet hen loten Xen. Cyr. 6.3.36. med. loten:. διακληρωσάμενοι πρὸς σφᾶς αὐτούς na onder elkaar geloot te hebben Dem. 59.103.

Russian (Dvoretsky)

διακληρόω: распределять или назначать по жребию (τινα ἐπί τινι Aesch.; τινί τι Plat.): διακληρωσάμενοι Thuc., Xen.; бросив между собой жребий; δ. τινας Xen. предлагать кому-л. бросить жребий; ἐπὶ τῇ τύχῃ ποιουμένου καὶ διακληροῦντος Plut. доверившись судьбе и жребию.

Greek (Liddell-Scott)

διακληρόω: διὰ κλήρου ὁρίζω, δίδω, ἐφ’ ἑκάστῃ… φερνὴν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 978· καὶ ἐν τῷ παθ., Πλάτ. Νομ. 760C. 2) ἐκλέγω διὰ κλήρου, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 36· τὸ δέκατον δ. θανεῖν, ἐπὶ τοῦ δεκατισμοῦ τῶν στρατιωτῶν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 47. - Μέσ., βάλλω κλήρους, Θουκ. 8. 30, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 34· πρὸς σφᾶς αὐτοὺς Δημ. 1380. 4.

Greek Monotonic

διακληρόω: μέλ. -ώσω,
1. ορίζω μέσω κλήρου, διανέμω, σε Αισχύλ.
2. εκλέγω με κλήρο, σε Ξεν. — Μέσ., ρίχνω κλήρους, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

fut. ώσω
1. to assign by lot, allot, Aesch.
2. to choose by lot, Xen.:—Mid. to cast lots, Thuc., Xen.

Lexicon Thucydideum

sorte inter se partiri, sortiri, to divide among themselves by lot, determine by lot, 8.30.1.