Anonymous

διακναίω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακναίω''': (ἴδε [[κναίω]]), ξέω τι ἢ [[τρίβω]], [[ἀφανίζω]], ὄψιν δ., [[φθείρω]] τὸν ὀφθαλμόν τινος, Εὐρ. Κύκλ. 487. - Παθ., σπαράττομαι, Ἱππ. 644. 49· διακναιομένης κάμακος, τῆς λόγχης συντριβομένης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 65. 2) ἐξαντλῶ, [[φθείρω]], ἡ ἀσιτίη δ. Ἱππ. 451. 2· [[πόθος]] μ’ ἔχει διακναίσας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 957, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 27, [[Ἡρακλ]]. 297· δ. Ὀρέστην, διαφθείρων τὸ Ὀρέστ. (δηλ. τὸν χαρακτῆρα τοῦ Ὀρέστ. [[ἕνεκα]] τῆς κακῆς καὶ ἀδεξίου ὑποκρίσεως), Στράττις Ἀνθρ. 1. -Παθ., ἐντελῶς φθείρομαι, καταστρέφομαι, αἰκίαις, μόχθοις Αἰσχύλ. Πρ. 94, 541, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 164, Ἀλκ. 108· διακναισθήσεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 251· τὸ [[χρῶμα]] διακεκναισμένος, ἀπολέσας ὅλον του τὸ [[χρῶμα]], ὁ αὐτ. Νεφ. 120.
|lstext='''διακναίω''': (ἴδε [[κναίω]]), ξέω τι ἢ [[τρίβω]], [[ἀφανίζω]], ὄψιν δ., [[φθείρω]] τὸν ὀφθαλμόν τινος, Εὐρ. Κύκλ. 487. - Παθ., σπαράττομαι, Ἱππ. 644. 49· διακναιομένης κάμακος, τῆς λόγχης συντριβομένης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 65. 2) ἐξαντλῶ, [[φθείρω]], ἡ ἀσιτίη δ. Ἱππ. 451. 2· [[πόθος]] μ’ ἔχει διακναίσας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 957, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 27, [[Ἡρακλ]]. 297· δ. Ὀρέστην, διαφθείρων τὸ Ὀρέστ. (δηλ. τὸν χαρακτῆρα τοῦ Ὀρέστ. [[ἕνεκα]] τῆς κακῆς καὶ ἀδεξίου ὑποκρίσεως), Στράττις Ἀνθρ. 1. -Παθ., ἐντελῶς φθείρομαι, καταστρέφομαι, αἰκίαις, μόχθοις Αἰσχύλ. Πρ. 94, 541, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 164, Ἀλκ. 108· διακναισθήσεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 251· τὸ [[χρῶμα]] διακεκναισμένος, ἀπολέσας ὅλον του τὸ [[χρῶμα]], ὁ αὐτ. Νεφ. 120.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> déchirer;<br /><b>2</b> déchirer comme avec les ongles ; faire une déchirure cuisante.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κνάω]].
}}
}}