3,277,306
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαρρήγνῡμι''': μέλλ. διαρρήξω· ― [[διασχίζω]], διασπῶ, Ὅμ. μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διά τε ῥήξασθαι ἐπάλξεις Ἰλ. Μ. 308· διαρρήξασα χαλινὸν Θέογν. 259· [[μόγις]] ἂν… διαρρήξειας [τὴν κεφαλὴν] Ἡρόδ. 3. 12· πλευρὰν διαρρήξαντα… [[φασγάνω]], διασχίσαντα, Σοφ. Αἴ. 834· δ. τὰς χορδὰς Πλάτ. Φαίδωνι 86Α· ― μεταγεν. [[διαρρήσσω]], Βαβρ. 38. 7.― Παθ., διασχίζομαι, «σκάνω», κατὰ διαφόρους τρόπους, [[οἷον]] ἐκ πολυφαγίας, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 21, Ἀναξίλ. Πλουσ. 1, κτλ.· ἐξ ὀργῆς, διαρραγήσομαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 340· οὐδ’ ἂν σὺ διαρραγῇς [[ψευδόμενος]] Δημ. 232. 12, πρβλ. 254. 19· διαρραγείης, ὡς [[κατάρα]] : «νὰ σκάσῃς», Ἀριστοφ. Ὄρν. 2, κτλ. ― πρκμ. [[διέρρωγα]], ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Πλάτ. Φαίδωνι ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 39, 4. | |lstext='''διαρρήγνῡμι''': μέλλ. διαρρήξω· ― [[διασχίζω]], διασπῶ, Ὅμ. μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διά τε ῥήξασθαι ἐπάλξεις Ἰλ. Μ. 308· διαρρήξασα χαλινὸν Θέογν. 259· [[μόγις]] ἂν… διαρρήξειας [τὴν κεφαλὴν] Ἡρόδ. 3. 12· πλευρὰν διαρρήξαντα… [[φασγάνω]], διασχίσαντα, Σοφ. Αἴ. 834· δ. τὰς χορδὰς Πλάτ. Φαίδωνι 86Α· ― μεταγεν. [[διαρρήσσω]], Βαβρ. 38. 7.― Παθ., διασχίζομαι, «σκάνω», κατὰ διαφόρους τρόπους, [[οἷον]] ἐκ πολυφαγίας, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 21, Ἀναξίλ. Πλουσ. 1, κτλ.· ἐξ ὀργῆς, διαρραγήσομαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 340· οὐδ’ ἂν σὺ διαρραγῇς [[ψευδόμενος]] Δημ. 232. 12, πρβλ. 254. 19· διαρραγείης, ὡς [[κατάρα]] : «νὰ σκάσῃς», Ἀριστοφ. Ὄρν. 2, κτλ. ― πρκμ. [[διέρρωγα]], ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Πλάτ. Φαίδωνι ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 39, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> διαρρήξω, <i>ao.</i> διέρρηξα, <i>pf.</i> [[διέρρωγα]];<br /><b>1</b> mettre en pièces, faire éclater : διερρωγυῖαι χορδαί PLAT cordes brisées ; διερρωγὼς [[χιτών]] PLUT tunique crevée ; • <i>au Pass. (ao.2</i> διερράγην) être mis en pièces ; se rompre, éclater ; <i>fig.</i> éclater <i>ou</i> crever (d’avoir trop mangé) ; éclater (de colère, de jalousie, <i>etc.</i>) ; [[διαρραγείης]] AR puisses-tu crever;<br /><b>2</b> briser en perçant : πλευρὰν δ. φασγάνῳ SOPH percer le flanc d’un glaive.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ῥήγνυμι]]. | |||
}} | }} |