3,277,242
edits
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάνδῐχα''': ἐπίρρ., ὡς τὸ [[ἄνδιχα]], κατὰ δύο τρόπους, [[διάνδιχα]] μερμηρίζειν, κυμαίνεσθαι, ταλαντεύεσθαι μεταξὺ δύο γνωμῶν, Ἰλ. Α. 189· σοὶ δὲ [[διάνδιχα]] δῶκε Ι. 37· ἐν τμήσει, διὰ δ’ [[ἄνδιχα]] θυμὸν ἔχουσιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 13· δ. [[ἔαξα]], ἔθραυσα αὐτὸ εἰς δύο, Θεόκρ. 25. 256· μόνον ἄπαξ παρὰ Τραγ. (ἐν λυρικῷ χωρίῳ), δ. κλῇθρα κλίνεται Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1029. | |lstext='''διάνδῐχα''': ἐπίρρ., ὡς τὸ [[ἄνδιχα]], κατὰ δύο τρόπους, [[διάνδιχα]] μερμηρίζειν, κυμαίνεσθαι, ταλαντεύεσθαι μεταξὺ δύο γνωμῶν, Ἰλ. Α. 189· σοὶ δὲ [[διάνδιχα]] δῶκε Ι. 37· ἐν τμήσει, διὰ δ’ [[ἄνδιχα]] θυμὸν ἔχουσιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 13· δ. [[ἔαξα]], ἔθραυσα αὐτὸ εἰς δύο, Θεόκρ. 25. 256· μόνον ἄπαξ παρὰ Τραγ. (ἐν λυρικῷ χωρίῳ), δ. κλῇθρα κλίνεται Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1029. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en deux parties, en deux : [[διάνδιχα]] μερμηρίζειν IL être partagé entre deux avis;<br /><b>2</b> par moitié : σοὶ δὲ [[διάνδιχα]] δῶκε IL et il te donna l’une des deux choses.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἄνδιχα]]. | |||
}} | }} |