Anonymous

διάνδιχα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάνδῐχα''': ἐπίρρ., ὡς τὸ [[ἄνδιχα]], κατὰ δύο τρόπους, [[διάνδιχα]] μερμηρίζειν, κυμαίνεσθαι, ταλαντεύεσθαι μεταξὺ δύο γνωμῶν, Ἰλ. Α. 189· σοὶ δὲ [[διάνδιχα]] δῶκε Ι. 37· ἐν τμήσει, διὰ δ’ [[ἄνδιχα]] θυμὸν ἔχουσιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 13· δ. [[ἔαξα]], ἔθραυσα αὐτὸ εἰς δύο, Θεόκρ. 25. 256· μόνον ἄπαξ παρὰ Τραγ. (ἐν λυρικῷ χωρίῳ), δ. κλῇθρα κλίνεται Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1029.
|lstext='''διάνδῐχα''': ἐπίρρ., ὡς τὸ [[ἄνδιχα]], κατὰ δύο τρόπους, [[διάνδιχα]] μερμηρίζειν, κυμαίνεσθαι, ταλαντεύεσθαι μεταξὺ δύο γνωμῶν, Ἰλ. Α. 189· σοὶ δὲ [[διάνδιχα]] δῶκε Ι. 37· ἐν τμήσει, διὰ δ’ [[ἄνδιχα]] θυμὸν ἔχουσιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 13· δ. [[ἔαξα]], ἔθραυσα αὐτὸ εἰς δύο, Θεόκρ. 25. 256· μόνον ἄπαξ παρὰ Τραγ. (ἐν λυρικῷ χωρίῳ), δ. κλῇθρα κλίνεται Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1029.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en deux parties, en deux : [[διάνδιχα]] μερμηρίζειν IL être partagé entre deux avis;<br /><b>2</b> par moitié : σοὶ δὲ [[διάνδιχα]] δῶκε IL et il te donna l’une des deux choses.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἄνδιχα]].
}}
}}