Anonymous

διαρτάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαρτάω''': μέλλ. -ήσω, ἐξαρτῶ, [[κρεμῶ]], Πολύβ. 34. 9, 10· δ. ὁδόν, [[διακόπτω]] (τὴν συγκοινωνίαν), Πλούτ. Τιμολ. 25. 2) κρατῶ τινα μετέωρον, ἀπασχολῶ, τινί, ἔν τινι ἢ διά τινος…, Διον. Ἁλ. 1. 46·― παροδηγῶ, ἐξαπατῶ, Μένανδ. Ἀδήλ. 356. ΙΙ. [[ἀποχωρίζω]], τινα ἀπὸ τόπου Πλούτ. Τιμολ. 25· διηρτημένος Στράβων 234·― [[διακόπτω]], τὰς ἀκολουθίας Διον. Ἁλ. π. Δημ. 40. ΙΙΙ. = [[διαρτίζω]] Ἡσύχ.
|lstext='''διαρτάω''': μέλλ. -ήσω, ἐξαρτῶ, [[κρεμῶ]], Πολύβ. 34. 9, 10· δ. ὁδόν, [[διακόπτω]] (τὴν συγκοινωνίαν), Πλούτ. Τιμολ. 25. 2) κρατῶ τινα μετέωρον, ἀπασχολῶ, τινί, ἔν τινι ἢ διά τινος…, Διον. Ἁλ. 1. 46·― παροδηγῶ, ἐξαπατῶ, Μένανδ. Ἀδήλ. 356. ΙΙ. [[ἀποχωρίζω]], τινα ἀπὸ τόπου Πλούτ. Τιμολ. 25· διηρτημένος Στράβων 234·― [[διακόπτω]], τὰς ἀκολουθίας Διον. Ἁλ. π. Δημ. 40. ΙΙΙ. = [[διαρτίζω]] Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> écarter : τινα ἀπὸ τόπου PLUT qqn d’un lieu;<br /><b>2</b> interrompre (la suite d’un développement).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀρτάω]].
}}
}}