Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διεκπεράω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διεκπεράω''': μέλλ. -ήσω καὶ -άσω, διαπερῶ ἐντελῶς, μετ’ αἰτ., τὰς Ἡρακλέας στήλας Ἡρόδ. 4. 152˙ δ. τὴν ἄνυδρον, [[διέρχομαι]] ἐντελῶς δι’ αὐτῆς, ὁ αὐτ. 3. 4˙ τὸν ποταμὸν ὁ αὐτ. 5. 52˙ βίον Εὐρ. Ἱκέτ. 954. 2) ἀπόλ., δ. ἐς χθόνα Αἰσχύλ. Πέρσ. 485˙ ἐπὶ τροφῆς, ὡς τὸ [[διαχωρέω]], Πλάτ. Τιμ. 73Α. ΙΙ. [[παρέρχομαι]], [[παραβλέπω]], Ἀριστοφ. Πλ. 283, ἴδε Σχόλ.
|lstext='''διεκπεράω''': μέλλ. -ήσω καὶ -άσω, διαπερῶ ἐντελῶς, μετ’ αἰτ., τὰς Ἡρακλέας στήλας Ἡρόδ. 4. 152˙ δ. τὴν ἄνυδρον, [[διέρχομαι]] ἐντελῶς δι’ αὐτῆς, ὁ αὐτ. 3. 4˙ τὸν ποταμὸν ὁ αὐτ. 5. 52˙ βίον Εὐρ. Ἱκέτ. 954. 2) ἀπόλ., δ. ἐς χθόνα Αἰσχύλ. Πέρσ. 485˙ ἐπὶ τροφῆς, ὡς τὸ [[διαχωρέω]], Πλάτ. Τιμ. 73Α. ΙΙ. [[παρέρχομαι]], [[παραβλέπω]], Ἀριστοφ. Πλ. 283, ἴδε Σχόλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> διεξεπέρησα;<br /><b>1</b> passer au-delà, traverser (un fleuve, <i>etc.</i>) acc.;<br /><b>2</b> passer le long de, dédaigner.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐκπεράω]].
}}
}}