διεκπεράω
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
A pass out through, c. acc., τὰς Ἡρακλέας στήλας Hdt.4.152; δ. τὴν ἄνυδρον pass quite through it, Id.3.4; τὸν ποταμόν Id.5.52; βίον E.Supp.954; traverse, ἀταρπόν Orac. ap. Jul.Ep.89b.
2 abs., δ. ἐς χθόνα A. Pers.485; of food, like διαχωρέω, Pl.Ti.73a.
II pass by, overlook, Ar.Pl.283, v. Sch.
Spanish (DGE)
I 1recorrer hasta salir de, superar o dejar atrás, cruzar, atravesar en el espacio, esp. c. ac. de ext. o accidentes geog. Ἡρακλέας στήλας διεκπερήσαντες ἀπίκοντο ἐς Ταρτησσόν Hdt.4.152, τὴν ἄνυδρον Hdt.3.4, τὸν ποταμόν Hdt.5.52, Ἀχέροντα ... ἐρετμοῖς A.R.2.901, ᾗ νηὶ διὲξ ἁλὸς οἶδμα περήσας A.R.4.457, ταῦτα (montañas, valles y bosques), Artem.2.28, ταχὺ διεκπερῶσα ἡ τροφή (el intestino), Pl.Ti.73a, τὸν πολὺν τῶν συμπτώσεων διεκπερῶσαι κυδοιμόν atravesando (los átomos) el descomunal tumulto de las colisiones Dion.Alex.Fr.4, c. ac. y gen. Κυανέας Πόντοιο διὲκ πέτρας ἐπέρησαν salieron del Ponto atravesando las rocas Cianeas A.R.4.304
•en el tiempo (τὸν βίον) E.Supp.954, ὅλην βιότοιο ... ἀταρπόν Orác. en Iul.Ep.89b.297d, τί ταῦτα δεῖ στένειν ἅπερ δεῖ κατὰ φύσιν δ. E.Fr.Hyps.107.927, en v. pas. πρὶν αὐτῷ παντελῶς ... βίος διεκπεραθῇ S.Fr.646.3.
2 c. ac. plu. de cosas contables pasar entre πολλῶν θύμων ῥίζας Ar.Pl.282.
II intr. pasar, atravesar εἰς ... Φωκέων χθόνα A.Pers.485, διὰ μέσου τῶν πολεμίων D.S.12.43.
German (Pape)
[Seite 618] (s. περάω), 1) ganz hindurchgehen; τὴν ἄνυδρον Her. 3, 4; τὸν ποταμόν, übersetzen, 5, 52; Ἡρακλέας στήλας, d. i. darüber hinausgehen, 4, 152; εἰς χθόνα Aesch. Pers. 485; übertr., βίον Eur. Suppl. 978; absol., von der Nahrung, Plat. Tim. 73 a; διὰ μέσου τῶν πολεμίων D. Sic. 12, 43. – 2) übergehen, außer Acht lassen, Ar. Plut. 283.
French (Bailly abrégé)
διεκπερῶ :
ao. διεξεπέρησα;
1 passer au-delà, traverser (un fleuve, etc.) acc.;
2 passer le long de, dédaigner.
Étymologie: διά, ἐκπεράω.
Russian (Dvoretsky)
διεκπεράω:
1 проходить насквозь, проникать (ἡ ταχὺ διεκπερῶσα τροφή Plat.; διὰ μέσου τινῶν Diod.);
2 переходить, переступать (Ἡρακλέας στήλας Her.; ἐς Φωκέων χθόνα Aesch., v.l.);
3 переправляться (τὸν ποταμόν Her.): ῥᾷστα δ. τὸν βίον Eur. легко прожить свою жизнь;
4 жить, существовать (κατὰ φύσιν Plut.);
5 проходить мимо, обходить, пренебрегать (τι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
διεκπεράω: μέλλ. -ήσω καὶ -άσω, διαπερῶ ἐντελῶς, μετ’ αἰτ., τὰς Ἡρακλέας στήλας Ἡρόδ. 4. 152· δ. τὴν ἄνυδρον, διέρχομαι ἐντελῶς δι’ αὐτῆς, ὁ αὐτ. 3. 4· τὸν ποταμὸν ὁ αὐτ. 5. 52· βίον Εὐρ. Ἱκέτ. 954. 2) ἀπόλ., δ. ἐς χθόνα Αἰσχύλ. Πέρσ. 485· ἐπὶ τροφῆς, ὡς τὸ διαχωρέω, Πλάτ. Τιμ. 73Α. ΙΙ. παρέρχομαι, παραβλέπω, Ἀριστοφ. Πλ. 283, ἴδε Σχόλ.
Greek Monotonic
διεκπεράω: μέλ. -ήσω και -άσω,
I. διαπερνώ εντελώς, διαπερνώ ανάμεσα, με αιτ., σε Ηρόδ.· διασχίζω, διέρχομαι, σε Αισχύλ.
II. αντιπαρέρχομαι, παραβλέπω, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. ήσω fut. άσω
I. to pass out through, pass quite through, c. acc., Hdt.:— to cross over, Aesch.
II. to pass by, overlook, Ar.