3,277,381
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διατετᾰμένως''': ἐπίρρ. ([[διατείνω]]), [[μετὰ]] πάσης προθυμίας καὶ δυνάμεως, προθύμως, ἐνθέρμως, δ. φεύγειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 10· ἐνεργεῖν αὐτοθι 10. 4, 9. | |lstext='''διατετᾰμένως''': ἐπίρρ. ([[διατείνω]]), [[μετὰ]] πάσης προθυμίας καὶ δυνάμεως, προθύμως, ἐνθέρμως, δ. φεύγειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 10· ἐνεργεῖν αὐτοθι 10. 4, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />avec contention, avec effort, de toute sa force.<br />'''Étymologie:''' διατεταμένος, part. pf. Pass. de [[διατέμνω]]. | |||
}} | }} |