Anonymous

διατεταμένως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διατετᾰμένως''': ἐπίρρ. ([[διατείνω]]), [[μετὰ]] πάσης προθυμίας καὶ δυνάμεως, προθύμως, ἐνθέρμως, δ. φεύγειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 10· ἐνεργεῖν αὐτοθι 10. 4, 9.
|lstext='''διατετᾰμένως''': ἐπίρρ. ([[διατείνω]]), [[μετὰ]] πάσης προθυμίας καὶ δυνάμεως, προθύμως, ἐνθέρμως, δ. φεύγειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 10· ἐνεργεῖν αὐτοθι 10. 4, 9.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec contention, avec effort, de toute sa force.<br />'''Étymologie:''' διατεταμένος, part. pf. Pass. de [[διατέμνω]].
}}
}}