διατεταμένως
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
Adv., (διατείνω) with might and main, earnestly, δ. φεύγειν Arist.EN1166b28; ἐνεργεῖν ib.1175a8, cf. Plu.Cat.Mi.26, Iamb.Protr.19, Hierocl.in CA20p.464M.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de διατείνω con vehemencia, decididamente ἐνεργεῖν Arist.EN 1175a8, φευκτέον τὴν μοχθηρίαν δ. Arist.EN 1166b28, ἐπειπεῖν ... δ. Plu.Cat.Mi.26, δ. πιστεύειν estar plenamente convencido Gal.5.457, οἳ ... δ. ἐνῆγον μὴ σιωπᾶν τὰ κοινὰ τῶν ἔργων los cuales me rogaron encarecidamente que no silenciara los hechos de importancia general Eun.Hist.1.92, cf. Iambl.Protr.19, Hierocl.in CA 20.9.
German (Pape)
[Seite 606] mit Anstrengung, nachdrücklich; φεύγειν Arist. Eth. 9, 4; εἰπεῖν Plut. Cat. min. 26.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec contention, avec effort, de toute sa force.
Étymologie: διατεταμένος, part. pf. Pass. de διατέμνω.
Greek (Liddell-Scott)
διατετᾰμένως: ἐπίρρ. (διατείνω), μετὰ πάσης προθυμίας καὶ δυνάμεως, προθύμως, ἐνθέρμως, δ. φεύγειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 10· ἐνεργεῖν αὐτοθι 10. 4, 9.
Russian (Dvoretsky)
διατετᾰμένως:
1 всеми силами, всячески (φευκτέον τὴν μοχθηρίαν Arst.);
2 решительно, категорически (ἐπειπεῖν Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διατεταμένως, adv. van het ptc. perf. med. van διατείνω, uit alle macht.