Anonymous

ἐπαυλίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαυλίζομαι''': Ἀποθ. [[μετὰ]] μέσ. ἀορ., [[στρατοπεδεύω]] ἐν τοῖς ἀγροῖς, Θουκ. 3. 5., 4. 134· πρβλ. [[αὐλίζομαι]]. 2) [[στρατοπεδεύω]] πλησίον, τῇ πόλει Πλουτ. Σύλλ. 29· [[καταλύω]] [[παρά]] τινι, [[διέρχομαι]] μετ’ [[αὐτοῦ]] τὴν νύκτα, «ἀπὸ τοῦ ἐπαυλίζεσθαι τὴν νύμφην» Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπαύλια.
|lstext='''ἐπαυλίζομαι''': Ἀποθ. [[μετὰ]] μέσ. ἀορ., [[στρατοπεδεύω]] ἐν τοῖς ἀγροῖς, Θουκ. 3. 5., 4. 134· πρβλ. [[αὐλίζομαι]]. 2) [[στρατοπεδεύω]] πλησίον, τῇ πόλει Πλουτ. Σύλλ. 29· [[καταλύω]] [[παρά]] τινι, [[διέρχομαι]] μετ’ [[αὐτοῦ]] τὴν νύκτα, «ἀπὸ τοῦ ἐπαυλίζεσθαι τὴν νύμφην» Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπαύλια.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐπηυλιζόμην, <i>ao.</i> ἐπηυλισάμην <i>et</i> ἐπηυλίσθην, <i>pf.</i> ἐπηύλισμαι;<br />passer le nuit en plein air, bivouaquer en plein air : [[τῇ]] πόλει PLUT près de la ville.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αὐλίζομαι]].
}}
}}