Anonymous

πολύστροφος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύστροφος''': -ον, ὁ πολὺ συνεστραμμένος, λίνα Ἀνθ. Π. 6. 107. 2) = [[πολύτροπος]], γνώμα Πινδ. Ἀποσπ. 233· π. τὴν γνώμην [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 131.
|lstext='''πολύστροφος''': -ον, ὁ πολὺ συνεστραμμένος, λίνα Ἀνθ. Π. 6. 107. 2) = [[πολύτροπος]], γνώμα Πινδ. Ἀποσπ. 233· π. τὴν γνώμην [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 131.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> tout à fait enroulé ; bien tressé;<br /><b>2</b> qui tourne en tous sens ; <i>fig.</i> versatile, changeant, inconstant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[στρέφω]].
}}
}}