3,274,201
edits
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τοιχωρῠχία''': ἡ, τὸ τοιχωρυχεῖν, τὸ εἰσέρχεσθαι εἰς οἰκίαν δι’ ὀρύξεως τοῦ τοίχου, Ξεν. Ἀπολ. 25, Διον. Ἁλ. 4. 24. | |lstext='''τοιχωρῠχία''': ἡ, τὸ τοιχωρυχεῖν, τὸ εἰσέρχεσθαι εἰς οἰκίαν δι’ ὀρύξεως τοῦ τοίχου, Ξεν. Ἀπολ. 25, Διον. Ἁλ. 4. 24. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />action de percer un mur pour voler ; vol par effraction.<br />'''Étymologie:''' [[τοιχωρύχος]]. | |||
}} | }} |