Anonymous

δίοπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίοπος''': ὁ, ([[διέπω]]) [[κυβερνήτης]], [[διοικητής]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 44, Εὐρ. Ρήσ. 741. ΙΙ. ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν φόρτωσιν πλοίου καὶ τὴν ἐπιτήρησιν τοῦ φορτίου, [[ἐπιστάτης]] κατὰ τὴν φόρτωσιν, φορτωτής, Ἐτυμ. Μ. 278, κτλ.· πρβλ. [[διοπεύω]].
|lstext='''δίοπος''': ὁ, ([[διέπω]]) [[κυβερνήτης]], [[διοικητής]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 44, Εὐρ. Ρήσ. 741. ΙΙ. ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν φόρτωσιν πλοίου καὶ τὴν ἐπιτήρησιν τοῦ φορτίου, [[ἐπιστάτης]] κατὰ τὴν φόρτωσιν, φορτωτής, Ἐτυμ. Μ. 278, κτλ.· πρβλ. [[διοπεύω]].
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />surveillant ; chef ; <i>particul.</i> contremaître d’un navire.<br />'''Étymologie:''' [[διέπω]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />percé de deux trous (flûte).<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], ὁπή.
}}
}}