Anonymous

διηνεκής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διηνεκής''': ές· (ἐκ τοῦ διήνεγκα, πρβλ. δουρηνεκής, ποδηνεκής· τὸ δὲ ἁπλοῦν ἠνεκὴς μόνον παρὰ μεταγεν.)·- [[συνεχής]], [[ἀδιάκοπος]], Λατ. continuus, perpertuus, ἀτραπιτοί τε διηνεκέες Ὀδ. Ν. 195· νώτοισι… διηνεκέεσσι, μὲ τεμάχια κοπέντα κατὰ [[μῆκος]] τῶν νώτων, Ἰλ. Η. 321· ῥίζῃσιν… δ. Μ. 134, πρβλ. 297· εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην Ὀδ. Σ. 375· οὕτω, δ. σώματα Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301Β, πρβλ. Ἀναξανδρ. Αἰσχρ. 1· [[ὄρος]] δ. Στράβων 137·- [[οὕτως]] ἐπὶ χρόνου, [[αἰώνιος]], [[ἀτελεύτητος]], Ἀριστ. Φυτ. 1. 4, 4, Ἀπολλών. Ρόδ. Β. 391· δ. νυκτὶ Λουκ. Ἀλ. Ἱ. 1. 19· εἰς τὸ δ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 4. - Τὸ ἐπίρρ. διηνεκέως ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ὀδ. ἀείποτε ἐν τῇ φράσει δ. ἀγορεύειν, λέγειν ἀπ' ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους, Λατ. uno tenore, π.χ. Η. 241., Μ. 56· ἀλλ' ἐν Δ. 836, σαφῶς, [[ὡρισμένως]]· οὕτω, δ. καταλέξαι Ἡσ. Θ. 627· Αἰολ. διᾱνεκῶς, ἀπαύστως, Κόριννα Ἀποσπ. 9· Ἀττ. διηνεκῶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 319 ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρὰ Τραγ.)· οὕτω, διηνεκὲς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 291, Καλλ. Ἀποσπ. 158. - Ἀλλ' ὁ Αἰολ. καὶ Δωρ. [[τύπος]] διᾱνεκὴς εἶνε ἐν χρήσει καὶ παρ' Ἀττ., ὡς Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301Β, Ε, Ἀναξανδρ. ἐνθ' ἀνωτ.· ἐνῷ, νόμοι διηνεκεῖς, νόμοι αἰώνιοι, Πλάτ. Νόμ. 839Α.
|lstext='''διηνεκής''': ές· (ἐκ τοῦ διήνεγκα, πρβλ. δουρηνεκής, ποδηνεκής· τὸ δὲ ἁπλοῦν ἠνεκὴς μόνον παρὰ μεταγεν.)·- [[συνεχής]], [[ἀδιάκοπος]], Λατ. continuus, perpertuus, ἀτραπιτοί τε διηνεκέες Ὀδ. Ν. 195· νώτοισι… διηνεκέεσσι, μὲ τεμάχια κοπέντα κατὰ [[μῆκος]] τῶν νώτων, Ἰλ. Η. 321· ῥίζῃσιν… δ. Μ. 134, πρβλ. 297· εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην Ὀδ. Σ. 375· οὕτω, δ. σώματα Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301Β, πρβλ. Ἀναξανδρ. Αἰσχρ. 1· [[ὄρος]] δ. Στράβων 137·- [[οὕτως]] ἐπὶ χρόνου, [[αἰώνιος]], [[ἀτελεύτητος]], Ἀριστ. Φυτ. 1. 4, 4, Ἀπολλών. Ρόδ. Β. 391· δ. νυκτὶ Λουκ. Ἀλ. Ἱ. 1. 19· εἰς τὸ δ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 4. - Τὸ ἐπίρρ. διηνεκέως ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ὀδ. ἀείποτε ἐν τῇ φράσει δ. ἀγορεύειν, λέγειν ἀπ' ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους, Λατ. uno tenore, π.χ. Η. 241., Μ. 56· ἀλλ' ἐν Δ. 836, σαφῶς, [[ὡρισμένως]]· οὕτω, δ. καταλέξαι Ἡσ. Θ. 627· Αἰολ. διᾱνεκῶς, ἀπαύστως, Κόριννα Ἀποσπ. 9· Ἀττ. διηνεκῶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 319 ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρὰ Τραγ.)· οὕτω, διηνεκὲς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 291, Καλλ. Ἀποσπ. 158. - Ἀλλ' ὁ Αἰολ. καὶ Δωρ. [[τύπος]] διᾱνεκὴς εἶνε ἐν χρήσει καὶ παρ' Ἀττ., ὡς Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301Β, Ε, Ἀναξανδρ. ἐνθ' ἀνωτ.· ἐνῷ, νόμοι διηνεκεῖς, νόμοι αἰώνιοι, Πλάτ. Νόμ. 839Α.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui se continue sans interruption, continu : ῥάβδοι IL baguettes tout d’une pièce, <i>càd</i> longues et solides ; ῥίζαι IL racines qui se prolongent, <i>càd</i> longues, étendues ; [[ὦλξ]] OD sillon continu ; [[νύξ]] LUC nuit longue.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐνεγκεῖν]].
}}
}}