Anonymous

δίφρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίφρος''': ὁ, Καλλ. εἰς Ἀρ. 135 μεθ’ ἑτερογεν. πληθ. δίφρα, τά, (κατὰ συγκοπ. ἐκ τοῦ [[δίφορος]])· ― τοῦ ἅρματος ὁ [[τόπος]], ἐφ’ οὗ ἦσαν ὁ ὁδηγῶν ([[ἡνίοχος]]) καὶ ὁ πολεμιστὴς (παραιβάτης), ἴδε Ἰλ. Ε. 160, Λ. 748, Ἡσ. Ἀσπ. 61· μεταφ., ἕστηκεν ἐν τῷ δίφρῳ τῆς πόλεως Πλάτ. Πολ. 566D. 2) αὐτὸ τὸ πολεμικὸν ἅρμα, Ἰλ. Κ. 305, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἀσπ. 61· Πίνδ., κλπ.· ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ Ἰλ. Ψ. 335· ― ἐν Ὀδ. Γ. 328, ὁδοιπορικὸν ἅρμα· βραδύτερον [[φορεῖον]], [[κράββατος]], Δίων Κ. 60. 2. ΙΙ. [[ἕδρα]] [[οὔτε]] τῶν νώτων [[οὔτε]] τῶν χειρῶν ἔχουσα [[ἔρεισμα]], «σκαμνί», εὐτελεστέρα τοῦ κλισμοῦ καὶ τοῦ θρόνου, Ἰλ. Γ. 424, Ζ. 354, καὶ [[συχνάκις]] ἐν τῇ Ὀδ.· [[οὕτως]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 1164, Πλάτ., κτλ., [[δίφρος]] Θετταλικός Εὔπολ. Αὐτολ. 6, πρβλ. [[ὀκλαδίας]] καὶ [[περίακτος]]. ― Πολύβ. 6. 53, 9, κτλ., τὸ παρὰ Ρωμαίοις sella curulis· ― 2) = λάσανον, [[σκωραμίς]], «καθίκι», Ἀριστείδ. 1. 314.
|lstext='''δίφρος''': ὁ, Καλλ. εἰς Ἀρ. 135 μεθ’ ἑτερογεν. πληθ. δίφρα, τά, (κατὰ συγκοπ. ἐκ τοῦ [[δίφορος]])· ― τοῦ ἅρματος ὁ [[τόπος]], ἐφ’ οὗ ἦσαν ὁ ὁδηγῶν ([[ἡνίοχος]]) καὶ ὁ πολεμιστὴς (παραιβάτης), ἴδε Ἰλ. Ε. 160, Λ. 748, Ἡσ. Ἀσπ. 61· μεταφ., ἕστηκεν ἐν τῷ δίφρῳ τῆς πόλεως Πλάτ. Πολ. 566D. 2) αὐτὸ τὸ πολεμικὸν ἅρμα, Ἰλ. Κ. 305, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἀσπ. 61· Πίνδ., κλπ.· ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ Ἰλ. Ψ. 335· ― ἐν Ὀδ. Γ. 328, ὁδοιπορικὸν ἅρμα· βραδύτερον [[φορεῖον]], [[κράββατος]], Δίων Κ. 60. 2. ΙΙ. [[ἕδρα]] [[οὔτε]] τῶν νώτων [[οὔτε]] τῶν χειρῶν ἔχουσα [[ἔρεισμα]], «σκαμνί», εὐτελεστέρα τοῦ κλισμοῦ καὶ τοῦ θρόνου, Ἰλ. Γ. 424, Ζ. 354, καὶ [[συχνάκις]] ἐν τῇ Ὀδ.· [[οὕτως]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 1164, Πλάτ., κτλ., [[δίφρος]] Θετταλικός Εὔπολ. Αὐτολ. 6, πρβλ. [[ὀκλαδίας]] καὶ [[περίακτος]]. ― Πολύβ. 6. 53, 9, κτλ., τὸ παρὰ Ρωμαίοις sella curulis· ― 2) = λάσανον, [[σκωραμίς]], «καθίκι», Ἀριστείδ. 1. 314.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> partie du char qui portait le conducteur ([[ἡνίοχος]]) et le combattant ([[παραιβάτης]]) ; le char lui-même, <i>d’ord.</i> char de guerre, <i>qqf</i> char de voyage;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> siège, chaise curule <i>à Rome</i>.<br />'''Étymologie:''' p. *δίφορος, de [[δίς]], [[φέρω]].
}}
}}