Anonymous

εἴβω: Difference between revisions

From LSJ
193 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἴβω''': Ἐπ. ([[χάριν]] τοῦ μέτρου) ἀντὶ τοῦ [[λείβω]], [[στάζω]], ἀφίνω νὰ στάζῃ, Ὅμ. ὁ [[ὁποῖος]] τακτικῶς μεταχειρίζεται αὐτὸ ἐν τῇ φράσει, [[δάκρυον]] εἴβειν Ὀδ. Π. 332, κτλ.· [[ὡσαύτως]], κατὰ [[δάκρυον]] εἴβειν, πρβλ. τὸ [[ῥῆμα]] [[κατείβω]]· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀπ’ ὄσσων... δ’ εἰβομένα [[ῥέος]] (καθ’ Ἕρμαννον ἀντὶ τοῦ λειβομένα) Αἰσχύλ. Πρ. 400· δάκρυ’ εἰβομένη (κατὰ Τρικλιν. ἀντὶ δάκρυα λειβ-) Σοφ. Ἀντ. 527, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb: - Παθ., [[στάζω]], [[πίπτω]] κατὰ σταγόνας, Ἡσ. Θ. 910, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 622.
|lstext='''εἴβω''': Ἐπ. ([[χάριν]] τοῦ μέτρου) ἀντὶ τοῦ [[λείβω]], [[στάζω]], ἀφίνω νὰ στάζῃ, Ὅμ. ὁ [[ὁποῖος]] τακτικῶς μεταχειρίζεται αὐτὸ ἐν τῇ φράσει, [[δάκρυον]] εἴβειν Ὀδ. Π. 332, κτλ.· [[ὡσαύτως]], κατὰ [[δάκρυον]] εἴβειν, πρβλ. τὸ [[ῥῆμα]] [[κατείβω]]· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀπ’ ὄσσων... δ’ εἰβομένα [[ῥέος]] (καθ’ Ἕρμαννον ἀντὶ τοῦ λειβομένα) Αἰσχύλ. Πρ. 400· δάκρυ’ εἰβομένη (κατὰ Τρικλιν. ἀντὶ δάκρυα λειβ-) Σοφ. Ἀντ. 527, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb: - Παθ., [[στάζω]], [[πίπτω]] κατὰ σταγόνας, Ἡσ. Θ. 910, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 622.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i> εἶβον;<br /><i>Pass. seul. prés. et impf. 3ᵉ sg.</i> εἴβετο;<br />répandre, verser.<br />'''Étymologie:''' cf. [[λείβω]].
}}
}}